«Είμαι μόνο ένα πλάσμα με καλή διάθεση». Με επτά μόλις λέξεις, ο εκλεκτός Νιόνιος όλης της Ελλάδας, αφενός περιέγραφε την προσωπικότητά του, αφετέρου το πώς λειτουργούσε ως καλλιτέχνης. Μετουσίωνε τη ζωή στην τέχνη του με ανεπανάληπτη μαεστρία, χτίζοντας «σχολή» ενωτική για το έντεχνο με το ροκ, για το ποπ με το παραδοσιακό, ·λούζοντας με φως τα πάντα -και τους πάντες- γύρω του. Από 3 έως 103 χρόνων, δεν υφίσταται Έλληνας ανά την υφήλιο που να μη θεωρεί πολύ φτωχότερο τον ελληνικό πολιτισμό μετά την απώλειά του, τη νύχτα της 21ης Οκτωβρίου. Το τέλος του Διονύση Σαββόπουλου συνεπάγεται τέλος εποχής, επαναδιαμορφώνει τον χάρτη του ελληνικού τραγουδιού όπως το γνωρίζαμε μέχρι τώρα.
Ο κορυφαίος των κορυφαίων Ελλήνων τραγουδοποιών, στο κατώφλι των 81 ετών -θα τα συμπλήρωνε στις 2/12-, που θα «κρατήσει τους χορούς» και τα ξεφαντώματα από το «Περιβόλι του Τρελλού» στον ουρανό πια, θα ταφεί το Σάββατο 25/10 στο Α’ Νεκροταφείο, δημοσία δαπάνη. Αν η σορός του τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα, όπως και η ώρα που θα τελεστεί η κηδεία, μέχρι αυτήν τη στιγμή δεν έχουν ανακοινωθεί. Την απόφαση για κηδεία δημοσία διαπάνη συνυπέγραψαν οι υπουργοί Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης, Εσωτερικών, Θοδωρής Λιβάνιος, και Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη και ο υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Θάνος Πετραλιάς.

Ο «δικός μας Νιόνιος»
Στον «δικό τους Νιόνιο» αναφέρθηκε στρατιά φίλων, ομότεχνων, συνεργατών του: Χρήστος Νικολόπουλος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μανώλης Μητσιάς, Φοίβος Δεληβοριάς, Γιώργος Νταλάρας, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Νίκος Πορτοκάλογλου, Γλυκερία, Κώστας Χατζής, Γιάννης Ζουγανέλης, Γιώργος Θεοφάνους…
Ο Πορτοκάλογλου υπερτόνισε ότι μετά τον θάνατο των γονιών του έμεινε «τρίτη φορά ορφανός», ο Ζουγανέλης ότι «έφυγε ένα μέρος του μέλλοντός μου – κομμάτια από την ψυχή μου. Έφυγε θεμέλιος λίθος της μουσικής, της ποίησης, της ζωής. Μαζί του, έφυγαν και όνειρα». Ο Δεληβοριάς έγραψε: «Είπε ένα τραγούδι για τον καθέναν από μας. Παρέες παιδιών του 114, ροκάδων, για γενναίους του αντιδικτατορικού αγώνα, Αριστερούς και πληγωμένους απ’ την Αριστερά, ιερείς, αποσυνάγωγους του ’70 και φλώρους του ’90. Όλοι (χώρια ο ένας απ’ τον άλλον) περπάτησαν αναλύοντας στίχο του, αγγίζοντας το νόημα που υποψιάζονταν από μικροί».
Συγκινητικό ήταν το «αντίο» στον Διονύση Σαββόπουλο που εξέφρασε μέσα από ανάρτησή της η Άλκηστις Πρωτοψάλτη: «Διονύση μου, καλλιτέχνη μου! Τι βόμβα έσκασε στην ψυχή μου μόλις προσγειώθηκα στον Καναδά… Απίστευτο…», ενώ μίλησε επίσης για τη «φωνή, τις συμβουλές, το τεράστιο χιούμορ, την εξυπνάδα και το πηγαίο ταλέντο του».
Η Τάνια Τσανακλίδου -που πέρασε τα πρώτα της χρόνια στη Θεσσαλονίκη, την πόλη που λάτρεψε ο Νιόνιος- ήταν ανάμεσα σε όσους θέλησαν να αποχαιρετήσουν με τον δικό τους τρόπο τον Σαββόπουλο: «Έβαλες λόγια στην ταραγμένη μου εφηβεία και μουσική στον βηματισμό μου. Σε τραγούδησα με πάθος. Αναπαύσου τώρα εν ειρήνη αγαπητέ μου Νιόνιο». Δεν κατάφερε να συγκρατήσει τη συναισθηματική του φόρτιση ο μουσικός παραγωγός Μίλτος Καρατζάς στο άκουσμα του νέου της απώλειας: «Πέθανε ο Διονύσης; Ωχ Παναγία μου! Όχι, δεν το είχα μάθει. Ειλικρινά, δεν μπορώ να το δεχτώ. Ο Διονύσης για μένα ήταν τα πάντα, είναι μια τεράστια απώλεια για την Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια έχουν φύγει τόσοι πολλοί. Ο Διονύσης έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή μου, θα μας λείψει πάρα πολύ».
«Ένας παλμογράφος ευαίσθητος. Ένας παλμογράφος που κατέγραψε την ιστορία από το 1960 μέχρι και σήμερα. Ήταν ο τρίτος παράλληλος. Έτσι τον θεωρώ. Μετά τον Μίκη και τον Μάνο ήταν ο τρίτος παράλληλος δρόμος στην τέχνη. Κατάφερε να φτιάξει μία δική του σφραγίδα, έβαλε τη δική του σφραγίδα στον χώρο της τέχνης. Τον δημιουργικό. Και αυτό δεν είναι εύκολο πράγμα», είπε συγκινημένη, από την πλευρά της, η Μαρία Φαραντούρη.
H Xάρις Αλεξίου, του είπε το δικό της «αντίο», σημειώνοντας: «Είναι τεράστιο το πένθος για την απώλειά σου. Η απουσία σου θα μας στοιχίσει αφάνταστα. Χιλιάδες ευχαριστώ για την τροφή που έδωσες στο πνεύμα και στον λόγο μας. Κρατώ στην αγκαλιά μου το έργο σου και ότι υπήρξες, σαν φάρος στα σκοτάδια μου».
Ο Σταμάτης Κραουνάκης συμπλήρωσε, περιγράφοντας δύο δικές τους ιστορίες: «Ανεβαίνει προς την παντοτινή του παρέα».
«Θλίψη βαθιά – τώρα μόνο σιωπή», έγραψε ο Νταλάρας για εκείνον που τραγουδούσε το «Εμείς του ‘60» και έβαζε την Αρβανιτάκη με δύο όργανα να λέει μετά το «Γεννήθηκα για να πονώ και για να τυραννιέμαι». «Πονάει ο χαμός σου. Αντίο ήρωά μου, μάγε της σκηνής, σπουδαίε δημιουργέ», σημείωσε η ερμηνεύτρια. «Δεν επανέλαβε τον εαυτό του. Κάθε τι που έκανε ήταν τη στιγμή που το ήθελε, όπως το ήθελε. Δεν είπε “θα πάρω μια πατέντα να την τραβήξω επ’ άπειρον”. Υπήρξε ερμηνευτής, σόουμαν, ζωντανός δημιουργός», σημείωσε ο Χωμενίδης.
«Είναι από τις λίγες φορές που έπαθα σοκ», δήλωσε με τρεμάμενη φωνή η Γλυκερία. Για να προσθέσει ο Χατζής: «Δεν μπορώ να μιλήσω. Είχα πολλές σχέσεις με τον Σαββόπουλο. Θα κλάψει όλη η Ελλάδα». Και το Καλομοιράκι, που το τίμησε, τόνισε, συγκινημένο: «Με στήριξε από την αρχή της πορείας μου – θα είμαι πάντα ευγνώμων. Δεν θα ξεχαστεί ποτέ». Το καλοκαίρι του 2004, στο Ηρώδειο γιόρτασε τα 40 χρόνια του στο τραγούδι και τα 60 χρόνια του στη ζωή και η Καλομοίρα βγήκε από μία τούρτα ως νέας κοπής Μέριλιν (Μονρόε). «Είναι αναντικατάστατος – κατήργησε τα σύνορα», είπε ο Μητσιάς. «Το ελληνικό τραγούδι έγινε ακόμα πιο φτωχό – να είναι καλά εκεί πάνω», είπε ο Νικολόπουλος, με τον Παπαδόπουλο να συμπληρώνει: «Ήταν μια πρωτογενής φυσιογνωμία που όμοιός του δεν είναι κανένας. Αυτή η πολιτιστική και μουσική προσωπικότητα είναι πάρα πολύ δύσκολο να ξαναεμφανιστεί».
H τελευταία επιθυμία (και τραγική ειρωνεία)
Νοσηλευόταν από τις αρχές του Οκτωβρίου στο «Υγεία» – νωρίτερα, το 2024, στη βιογραφία του «Χρόνια Χύμα» είχε εξομολογηθεί τη συγκλονιστική ταλαιπωρία του από τον καρκίνο που τον «επισκέφτηκε» το 2020 κι εξαιτίας της νόσου υποβλήθηκε σε επώδυνο χειρουργείο. Αλλά ζήτησε από τους γιατρούς εξιτήριο για να γιορτάσει με την οικογένειά του την επέτειο του γάμου του, που συμπίπτει με την επέτειο του ΟΧΙ. Δεν πρόλαβε. Είναι τραγική ειρωνεία το ότι απεβίωσε μία εβδομάδα νωρίτερα: «Κυριακή 28 Οκτωβρίου 1967. Μέρα του ΟΧΙ, είπα “ναι”. Κι ακόμη με ανέχεται το κορίτσι μου», έλεγε χαρακτηριστικά. Με την εκλεκτή του, Άσπα Αραπίδου, με την οποία όλοι τον ταυτίσαμε, τη συνοδοιπόρο του, απέκτησαν τον Κορνήλιο και τον Ρωμανό. Που τους χάρισαν εγγόνια, χαρές, αγάπη.
Πώς θα τον θυμόμαστε; Σαν τον αιώνιο έφηβο, που «ήταν αυστηρός με τους συνεργάτες του», θα πει ο Γιώργος Θεοφάνους, αλλά «παράλληλα πολύ γλυκός». Θα τον θυμόμαστε και σε εκείνη την προ αμνημονεύτων ετών συναυλία του στο Παλαιό Κάστρο της Κέρκυρας. Να παρασύρει σε παραλήρημα, με τη «Συννεφούλα», ένα απόλυτα μυημένο στην τέχνη του κοινό που γέμισε ασφυκτικά τον ιστορικό χώρο. Όπως έκανε και στην τελευταία του συναυλία ο «Καραγκιόζης», δίχως να πάψει στιγμή «να ονειρεύεται»: στις 9/7/2024. Στον ιστορικό χώρο του Ηρωδείου. «Χαίρω πολύ Σαββόπουλος».
Aξίζει αναφορά στις ατάκες του Μάνου Χατζιδάκι στον Λευτέρη Παπαδόπουλο για τον Νιόνιο: «Τον θεωρώ τον σημαντικότερο εκπρόσωπο της γενιάς σου που διαδέχτηκε τη δική μας! Δεν κατέβηκε στην Αθήνα φτιάχνοντας απλώς ένα ωραίο τραγουδάκι. Ο Σαββόπουλος κατέβηκε κουβαλώντας μια προσωπική μυθολογία, η οποία είναι συνδυασμός καταγωγής (Μακεδονία), ενός κλίματος της εποχής που έζησε κι έγινε νέος κι ενός κλίματος ποιητικού από μια ομάδα ποιητών της Θεσσαλονίκης που βγήκε. Έγινε πανελλαδικός καλλιτέχνης. Συγχρόνως, διαμόρφωσε μια ζωή σύμφωνα με τη μουσική του. Αυτά είναι πολύ σημαντικά πράγματα».

Aπό το «Φορτηγό» στη «Ρεζέρβα» και έως τον «Πυρήνα»
«Στη δουλειά μου, οι στίχοι και η μουσική είναι ένα. Εάν υπάρχει ποίηση σε αυτά που κάνω, αυτά δεν βρίσκονται μόνο στα λόγια, αλλά στο τραγούδι, εν τω συνόλω…», έλεγε στη βιογραφία του. «Σκάρωνα τραγουδάκια από μικρός στο μπλε κρεβατάκι όπου έπρεπε να μένω ξύπνιος μέχρι να σηκωθούν οι γονείς μου. Και ο ασήκωτος χρόνος ξαφνικά γινόταν ελαφρύς. Εξαερωνόταν… Ακινητοποιημένος στο κρεβάτι, έπιανα δουλειά σαν κάλφας στη συντεχνία των τραγουδοποιών όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης ή ο Ζορζ Μπρασένς, που ούτε τους ήξερα ακόμα. Έτσι γινόταν και όταν μεγάλωσα πια. Έφτιαχνα τραγούδια στις αφυπνίσεις μου, ώσπου οι μεγάλοι να με… αναλάβουν».
Δεν χρειάστηκε. Μόνος του έφτιαξε κομμάτια που άλλαξαν μια για πάντα τον μουσικό χάρτη, την ίδια την υπόσταση της μουσικής, α λα γκρεκ. Τη θρυλική «Συννεφούλα» την εμπνεύστηκε «επηρεασμένος από την ταινία του Φρανσουά Τριφό, «το “Ζιλ και Τζιμ” και το βαλς, αλλά και από μία τσαπερδόνα που με ταλαιπωρούσε εκείνο τον καιρό. Κράτησα την ιδέα, αργότερα έβαλα άλλη μουσική πιο ταιριαστή σε αυτούς τους ευτυχο-δυστυχισμένους στίχους και έγινε το εξής τραγουδάκι». Τα τραγούδια του πέρασαν αμέσως στα χείλη του κοινού, ήδη με την πρώτη δισκογραφική δουλειά του, το «Φορτηγό» (1966). Ακολούθησαν «Το περιβόλι του τρελλού» (1969), «Μπάλλος» (1971), «Το βρώμικο ψωμί» (1972), «Δέκα χρόνια κομμάτια» (1975), «Happy day» (1976), «Αχαρνής» (1977), «Η ρεζέρβα» (1979), «Τραπεζάκια έξω» (1983), «20 Χρόνια δρόμος-Ζωντανές ηχογραφήσεις» (1983), «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» (1987), «Ο κ. Σαββόπουλος ευχαριστεί τον κ. Χατζιδάκι και θα’ρθη οπωσδήποτε» (1988), «Το κούρεμα» (1989), «Αναδρομή 63-89» (1990), «Μη πετάξεις τίποτα» (1994), «Το ξενοδοχείο» (1997), «Ο χρονοποιός» (1999), «Σαββόραμα» (2001), «Ο πυρήνας» (2007).
Ο Μπομπ Ντίλαν, ο Τζο Κόκερ, η Τζάνις Τζόπλιν, η Σωτηρία Μπέλλου, το Woodstock, η φυλακή, το φωτιστικό στο κελί της απομόνωσης που ήταν ίδιο με εκείνο στο σαλόνι του πατρικού του, όλα τους στάθηκαν για να γράψει τραγούδια που καθόρισαν το ελληνικό τραγούδι. «Όλοι αυτοί με είχαν επηρεάσει από νωρίς, κάποια στιγμή χωρίς να το συνειδητοποιήσω, “έκλεψα” κάτι μουσικά μέτρα από ένα τραγούδι του Ντίλαν και τα έχωσα στο “Βιετνάμ Γιε γιε”. Ε, ναι, το έκλεψα».
Ντονατέλλα Αδάμου, Γιώργο Bαϊλάκη – Εφημερίδα Απογευματινή