Το λαϊκό τραγούδι στον πόλεµο 1940-41

Παρά την προσπάθεια του Μεταξά να αποκρύψει την εθνικότητα των τορπυλών που βύθισαν την "'Ελλη", ο Ελληνικός λαός γνωρίζει πως προέρχονταν από τη φασιστική Ιταλία. Η χώρα είχε μεταβληθεί σε μια "Αρραγή ενότητα υχών και όπλων" εναντίον της επιείμενης επίθεσης
14:06 - 5 Νοεμβρίου 2025

Στις 15 Αυγούστου 1940, πλήθη προσκυνητών είχαν µαζευτεί στην Τήνο για να γιορτάσουν την Ανάληψη της Θεοτόκου και να προσκυνήσουν την εικόνα της, που είχε θαυµατουργή φήµη. Στο λιµάνι του νησιού ήταν αραγµένο το ένδοξο από τους Βαλκανικούς Πολέµους καταδροµικό «Ελλη», που αποτελούσε τη συµβολική συµµετοχή του κράτους στους εορτασµούς.

Αυτή τη χρονική στιγµή κι αυτό το σκηνικό είχε διαλέξει η φασιστική Ιταλία για να τροµοκρατήσει τους Ελληνες. Από ένα ιταλικό υποβρύχιο εν καταδύσει
εκτοξεύθηκαν τρεις τορπίλες. Οι δύο αστόχησαν και χτύπησαν πάνω στον λιµενοβραχίονα, σκορπίζοντας τον πανικό ανάµεσα στα πλήθη των προσκυνητών. Η άλλη όµως έπληξε σε καίριο σηµείο το καταδροµικό «Ελλη», που βυθίστηκε φλεγόµενο στα νερά του λιµανιού. Ενας υπαξιωµατικός νεκρός και 39 τραυµατίες ήταν τα θύµατα του πληρώµατος, ενώ ανάµεσα στους προσκυνητές µια γυναίκα πέθανε από συγκοπή και πολλοί άλλοι τραυµατίστηκαν ελαφρά.

Η εντύπωση που έκανε η ύπουλη αυτή επίθεση σε όλη την Ελλάδα ήταν πολύ µεγάλη και η Ιταλία πέτυχε να φέρει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσµατα απ’ αυτά που
επεδίωκε. Αντί για εκφοβισµό προκάλεσε την αγανάκτηση και αντί για αισθήµατα υποταγής γιγάντωσε την απόφαση της αντίστασης στον ιταλικό φασισµό. Ο
ίδιος ο Ιταλός πρεσβευτής στην Ελλάδα, Εµανουέλε Γκράτσι, πολλά χρόνια αργότερα, έγραψε σχετικά µε τον τορπιλισµό της «Ελλης»: «Η ιταλική κυβέρνηση µπορούσε να υπερηφανεύεται, γιατί είχε κατορθώσει να συσπειρώσει σε µια αρραγή ενότητα έναν λαό βαθιά διηρηµένο από αγεφύρωτες πολιτικές διαφορές και από βαθιά και παλιά πολιτικά µίση, γιατί είχε εµπνεύσει τη γενναία και ακλόνητη απόφαση να πεθάνει, εν ανάγκη, για την πατρίδα του, σε ένα λαό που ναι µεν υπεραγαπούσε την πατρίδα του, αλλά που εκ φύσεως δεν ήταν πολεµοχαρής»…

Ο τορπιλισµός της «Ελλης», κατά τον Γκράτσι, αποκάλυψε στους Ελληνες µε τον πιο ωµό τρόπο ποιες ήταν οι προθέσεις της Ιταλίας και µετέβαλε την Ελλάδα σε µια «αρραγή ενότητα ψυχών και όπλων» εναντίον της επικείµενης ιταλικής επίθεσης. Η κυβέρνηση Μεταξά διαπίστωσε την εθνικότητα του υποβρυχίου, πέρα από κάθε αµφιβολία, από τα θραύσµατα των τορπιλών, που είχαν τα σηµάδια της ιταλικής προέλευσης, αλλά απέκρυψε την αλήθεια από τον λαό, λέγοντας ότι το υποβρύχιο ήταν «αγνώστου εθνικότητος». Οµως όλος ο ελληνικός λαός ήταν σίγουρος πως η επίθεση προερχόταν απ’ τη φασιστική Ιταλία.

Αδιάψευστη µαρτυρία αυτού του γεγονότος, αλλά και των αισθηµάτων που προκάλεσε ο τορπιλισµός της «Ελλης», αποτελούν οι στίχοι που έγραψε στις 21 Αυγούστου 1940 ο τότε νεαρός λαϊκός τραγουδιστής και συνθέτης Μαρίνος Γαβριήλ (Μαρινάκης). Ο Μαρινάκης πολλαπλασιάζει, ποιητική αδεία, τον αριθµό των νεκρών προσκυνητών: Στην Τήνο, στην πανήγυρη, τορπίλισαν την «Ελλη» οι ύπουλοι, οι άναντροι, οι χάρτινοι φρατέλοι.
Σκοτώσανε προσκυνητές πάνω στη λειτουργία, παράλυτους, αόµµατους, κι έκλαιγε η Παναγία.

Ο ελληνικός Μεσοπόλεµος, χτυπηµένος από τις ιταλικές τορπίλες, ξεψυχούσε στο λιµάνι της Τήνου. Ερχονταν µε γοργά βήµατα ο πόλεµος της Αλβανίας, η Κατοχή, ο ανταρτοπόλεµος, µια δεκαετία ασταµάτητης σφαγής, κατά τη διάρκεια της οποίας θα έτρεχε αδιάκοπα «πλήθος αίµα ελληνικό».
Τα ερωτικά τραγούδια, που ακούγονταν εκείνες τις µέρες, αποτελούσαν έναν τελευταίο αποχαιρετισµό στην εποχή του Μεσοπολέµου, εποχή καλή για το λαϊκό τραγούδι, που κατά τη διάρκειά της µετοίκησε από την Ασία στην Ελλάδα, εδραιώθηκε, ρίζωσε, έγινε το τραγούδι των µεγάλων βιοµηχανικών πόλεων και αναπτύχθηκε τόσο, που έγινε το κυρίαρχο καλλιτεχνικό φαινόµενο στην Ελλάδα του 20ού αιώνα. Ο Μεσοπόλεµος ήταν επίσης εποχή δικτατοριών, προσφυγιάς, φτώχειας, οικονοµικής κρίσης και ουτοπικών ελπίδων για ειρήνη στην Ελλάδα, που τόσο είχε ταλαιπωρηθεί απ’ τους απανωτούς πολέµους.

Τα ερωτικά τραγούδια που ακούγονταν τις τελευταίες µέρες του Οκτωβρίου 1940 για πάρα πολλούς Ελληνες και Ελληνίδες επρόκειτο να είναι τα τελευταία της ζωής τους: Ο,τι κι αν πω δε σε ξεχνώ, και µπρος στην πόρτα σου περνώ και λέω λόγια µαγικά µε το µπουζούκι µου γλυκά.
Λέω µε δάκρυα και καηµό Κι έναν πικρό αναστεναγµό, πως πάντα λιώνω και πονώ για σε, µικρό µελαχρινό.

Εχουν σωπάσει τα πουλιά και στης νυχτιάς τη σιγαλιά σου φέρνει ο άνεµος γλυκά τα λόγια µου τα µαγικά. Τα πουλιά είχαν σωπάσει για ν’ ακούσουν τα µαγικά λόγια της αγάπης, όµως αντί γι’ αυτά, οι φρικτοί ήχοι των κανονιών και των πολυβόλων έκαναν κοµµάτια «της νυχτιάς τη σιγαλιά».

Πώς ξέσπασε

Σε αυτό το τελευταίο προπολεµικό τραγούδι του Τσιτσάνη, τραγουδά µαζί µε τον συνθέτη ο Στελλάκης Περπινιάδης. Στην πίσω µεριά του ίδιου δίσκουγραµµοφώνου τραγουδούσε ο Στέλιος Κεροµύτης ένα άλλο ερωτικό τραγούδι του Τσιτσάνη. Λίγες µέρες αργότερα ξέσπασε ο πόλεµος. Και ο Περπινιάδης, όταν συναντούσε τον Κεροµύτη, του έλεγε γι’ αστείο ότι τραγουδήσανε µαζί στον ίδιο δίσκο και έτσι… φέρανε τον πόλεµο.

Πιστεύεται ότι ο Χίτλερ δεν ήθελε, σ’ εκείνη τη φάση, την εµπλοκή των δυνάµεων του Αξονα στην Ελλάδα, για να µπορέσει να προωθηθεί σε κάποια άλλα µέρη του ευρωπαϊκού χάρτη. Ωστόσο, ο Μουσολίνι βιαζόταν να κυριέψει κι αυτός αρκετά ξένα εδάφη, για να µπορέσει να αναστήσει τη δόξα της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας.

Ετσι, µετά την Αλβανία, ξεκίνησε να κατακτήσει και την Ελλάδα, χωρίς µάλιστα να ενηµερώσει τον Γερµανό συνάδελφό του. Λίγες ώρες πριν από το χάραµα, στις 25 Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα, Γκράτσι, ο οποίος µάλιστα θεωρούσε τον εαυτό του φιλέλληνα, γεµάτος ντροπή ξύπνησε τον Μεταξά για να
του επιδώσει µια διακοίνωση της κυβέρνησής του.

Μ’ αυτή την επιστολή ο Ντούτσε ζητούσε να επιτραπεί η είσοδος ιταλικών στρατευµάτων στην Ελλάδα για να θέσουν στην κατοχή τους διάφορα στρατηγικά σηµεία της χώρας. «Ωστε, λοιπόν, έχουµε πόλεµο», είπε ο Μεταξάς. Ετσι, η Ελλάδα µπήκε στον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο. Ο Μεταξάς ήταν ένας από τους µεγαλύτερους θαυµαστές του ιταλικού φασισµού και του Μουσολίνι. Χρόνια αργότερα ο Γκράτσι έγραψε ότι «αν υπήρχε σε ολόκληρη την Ελλάδα ένας άνθρωπος ο οποίος έτρεφε πραγµατική αγάπη για την Ιταλία, αυτός ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς (…). Οσον αφορά την εσωτερική πολιτική, όταν λεχθεί ότι το καθεστώς που εγκαθίδρυσε ο Μεταξάς ήταν ένα δικτατορικό καθεστώς και ότι ο ίδιος διακήρυσσε ότι ήταν µαθητής του φασισµού, νοµίζω ότι δεν αποµένει να προστεθεί τίποτε άλλο».

Συνεπώς, ο Γκράτσι θεώρησε πως ήταν µια απ’ τις µεγάλες ειρωνείες της ιστορίας το γεγονός ότι η χώρα του Μεταξά βρέθηκε να ανήκει στο στρατόπεδο των αντιπάλων της Ιταλίας και ότι ο Ελληνας δικτάτορας βρέθηκε να συγκρούεται µε τον Ιταλό πρόδροµο και πρότυπό του. Ωστόσο, είναι σίγουρο πως ο Μεταξάς, κι αν ακόµα το ήθελε, δεν θα µπορούσε να επιτρέψει την είσοδο των ιταλικών στρατευµάτων στην Ελλάδα.

Οι Αγγλοι «προστάτες» θα τον ανέτρεπαν µέσα σε λίγες ώρες. Εξάλλου, η πραγµατική εξουσία ανήκε στον βασιλιά Γεώργιο Β’  που ήταν ο αντιπρόσωπος των
αγγλικών συµφερόντων στην Ελλάδα. Κι αν τυχόν οι Αγγλοι και το Παλάτι δεν ανέτρεπαν τον Μεταξά, θα τον ανέτρεπε ο ελληνικός λαός, που ήταν ήδη
πολύ αγανακτισµένος µε την Ιταλία, εξαιτίας του βοµβαρδισµού της «Ελλης». Ετσι, το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 άρχισε ο πόλεµος µε την Ιταλία.

Κυριακάτικη Απογευματινή