Τα ροζιασμένα δάχτυλα της εργατιάς τα τίμησαν όλοι οι μεγάλοι του ρεμπέτικου. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο οποίος είχε δώσει κάποια συμβολικά νοήματα στον κώδικα φωτός και σκοταδιού που είχε χρησιμοποιήσει, έγραφε τώρα:
«Γλυκοχαράζουν τα βουνά,
μα εγώ τα βλέπω σκοτεινά».
Ο Τσιτσάνης, σύμφωνα με δήλωση του Κώστα Βίρβου, ξεκίνησε από τον αριστερό χώρο και έγραψε πολιτικοκοινωνικό τραγούδι μέσα στην καρδιά του εμφυλίου πολέμου, πράγμα που σήμαινε ότι δεν λογάριαζε τους όποιους κινδύνους συνεπαγόταν αυτή η ενέργεια.
Και αυτή τη γραμμή την ακολούθησε μέχρι τον θάνατό του. Το 1951 γράφει το τραγούδι «Της κοινωνίας η διαφορά», που θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί ως «στιχουργημένος μαρξισμός». Είναι ολοφάνερο πως ο Τσιτσάνης μεταφέρει τη θεωρία της ταξικής πάλης μέσα στους στίχους του τραγουδιού:
«Δυο δρόμοι τη χωρίζουνε
την κοινωνία τούτη
και φέρνουν μαύρη συμφορά:
τη φτώχεια και τα πλούτη.
Της κοινωνίας η διαφορά
φέρνει στον κόσμο
μεγάλη συμφορά.
Έχει η ζωή γυρίσματα,
έχει και μονοπάτια,
γκρεμίζουν φτωχοκάλυβα
και χτίζονται παλάτια».
Το τραγούδι αυτό, αν και δεν κατάφερε να περάσει από τα δίχτυα της λογοκρισίας για να αποτυπωθεί σε δίσκο, σε όλη τη διάρκεια των δεκαετιών ’50, ’60 και ’70, ουσιαστικά εγκαινίασε μια σειρά τραγουδιών ταξικής αντιπαράθεσης, που μερικά απ’ αυτά, όπως θα δούμε, κατάφεραν να αποτυπωθούν σε δίσκους.
Η 6η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ, τον Οκτώβριο του 1949, είχε αποφασίσει ότι το Κόμμα έπρεπε «να σταματήσει τον ένοπλο αγώνα» και «να μεταφέρει το κέντρο βάρους της δουλειάς του στην οργάνωση και καθοδήγηση των οικονομικών και πολιτικών αγώνων όλων των στρωμάτων του εργαζόμενου λαού». Ο μεγάλος πληθωρισμός, οι χαμηλοί μισθοί, η βαριά κι ασήκωτη έμμεση φορολογία, η ανεργία, ο υποσιτισμός και η αθλιότητα προκάλεσαν κύμα απεργιών από τα τέλη του 1949, ολόκληρο το 1950 και τα επόμενα χρόνια.
Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες, υπάλληλοι, αγρότες, μαθητές και φοιτητές απεργούσαν για καλύτερες συνθήκες ζωής ή κατέβαιναν σε απεργίες αλληλεγγύης και συμπαράστασης. Το ΚΚΕ δημοσίευε κείμενα με φράσεις όπως οι ακόλουθες:
«Πιο ψηλά τη σημαία της πάλης για ψωμί, δουλειά, λευτεριά, ειρήνη, για την ταξική, συνδικαλιστική ενότητα της εργατικής τάξης».
Πρότυπο και υπόδειγμα
Μέσα σ’ αυτή την πολιτική και κοινωνική ατμόσφαιρα, ο Βασίλης Τσιτσάνης έγραψε και κυκλοφόρησε σε δίσκο τις «Φάμπρικες», έναν ύμνο ολόκληρης της εργατικής τάξης, που αποτέλεσε υπόδειγμα και πρότυπο για όλες τις επόμενες ανάλογες προσπάθειες.
Είχαν, βέβαια, προηγηθεί κάποια άλλα τραγούδια που έδειχναν συμπάθεια για τους ανθρώπους της δουλειάς. Λίγο καιρό μετά τον πόλεμο κυκλοφόρησε το τραγούδι του Παπαϊωάννου «Ο Ζέπος». Ο Γιάννης Παπαϊωάννου είχε δουλέψει κι αυτός στο ψαροκάικο του καπετάν Αντρέα Ζέπου, που ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο στον Πειραιά, και τον θαύμαζε πολύ για την ανθρωπιά και τη λεβεντιά του. Ιδού οι στίχοι του τραγουδιού:
«Μια ψαροπούλα
είναι αραγμένη,
μπρος στ’ ακρογιάλι
τον Ζέπο περιμένει.
Καπετάν Αντρέα Ζέπο,
χαίρομαι όταν σε βλέπω!
Όλοι καλάρουνε,
μα δεν πιάνουν ψάρια,
καλάρει ο Ζέπος
και πιάνει καλαμάρια.
Έγια μόλα, έγια λέσα,
έχει ο σάκος ψάρια μέσα!
Μέσα στο τσούρμο του
είν’ όλοι ιππότες,
έξι είν’ απ’ την Κούλουρη
κι έξι Αϊβαλιώτες.
Καπετάν Αντρέα Ζέπο,
χαίρομαι όταν σε βλέπω!
Έγια μόλα, έγια λέσα,
έμπα στη βαρκούλα μέσα».
Ο Ζέπος είναι η προσωποποίηση της λαϊκής λεβεντιάς. Όλοι μέσα στο τσούρμο του είναι διαλεχτοί, αυτός όμως τους ξεπερνά κατά πολύ. Είναι κάτι ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο θεϊκό.
Όπως ο Ιησούς είχε δώδεκα μαθητές, έτσι και το πλήρωμα του Ζέπου αποτελείται από δώδεκα άντρες. Κι όπως, ακόμα, ο Χριστός, ο «Μεγάλος Ψαράς», έτσι και ο Ζέπος έριχνε τα δίχτυα του εκεί που οι άλλοι αποτύχαιναν και τα γέμιζε με τα καλύτερα ψάρια και θαλασσινά. Με την ενθουσιώδη και υμνητική επωδό «Καπετάν Αντρέα Ζέπο, χαίρομαι όταν σε βλέπω», ο συνθέτης περιβάλλει τον λαϊκό του ήρωα με το φωτοστέφανο της δόξας, την άλω των αγίων.
Ναυτικοί και σφουγγαράδες
Η «Ψαροπούλα» ήταν μια επιτυχής προσπάθεια του Δημήτρη Γκόγκου – Μπαγιαντέρα να συναγωνιστεί την καλλιτεχνική και κυκλοφοριακή επιτυχία του «Ζέπου». Ο τυφλός ραψωδός της Αντίστασης, ο υμνητής του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, θυμήθηκε τη νησιωτική καταγωγή του και δημιούργησε μια ρωμαλέα θαλασσογραφία, έναν ύμνο των ψαράδων, των σφουγγαράδων και των βουτηχτάδων του Αιγαίου:
«Ξεκινά μια ψαροπούλα
Aπ’ το γιαλό,
ξεκινά μια ψαροπούλα
απ’ την Ύδρα τη μικρούλα
και πηγαίνει για σφουγγάρια,
όλο γιαλό.
Έχει μέσα παλικάρια
Aπ’ το γιαλό,
έχει μέσα παλικάρια
που βουτάνε για σφουγγάρια,
γιούσερ κι όμορφα κοράλλια,
Aπ’ το γιαλό.
Έχει Συμιακούς, Καλύμνιους,
Aπ’ το γιαλό,
έχει Υδραίους και Ποριώτες,
Αιγινήτες και Σπετσιώτες,
που ’ναι όλοι παλικάρια
μέσ’ στο γιαλό.
Γεια χαρά σας, παλικάρια,
και στο καλό,
γεια χαρά σας, παλικάρια,
να μας φέρετε σφουγγάρια,
γιούσερ και μαργαριτάρια
απ’ το γιαλό».
Η αναφορά τόσων νησιών του Αιγαίου, η κίνηση της ψαροπούλας «όλο γιαλό» και η κάθετη κατάδυση των ατρόμητων βουτηχτάδων μέχρι τον βυθό προσδίδει σ’ αυτόν τον πίνακα όλο το πλάτος και το βάθος που έχει το πέλαγος. Ένας πλατύς πίνακας των εργατών της ανοιχτής θάλασσας είναι ο «Ναύτης» του Γιώργου Μητσάκη, κυρίως με την τελευταία του στροφή:
«Καπεταναίοι και τόσοι άλλοι,
λοστρόμοι, ναύτες, μηχανικοί,
καθένας έχει και τον καημό του,
έτσι είμαστε όλοι
εμείς οι ναυτικοί».
Η συμπάθεια του Απόστολου Καλδάρα για το βιομηχανικό προλεταριάτο τον οδήγησε στη σύνθεση του «Εργάτη». Όμως, ενώ η πρώτη στροφή αποτελούσε μια καλή εκκίνηση, ο φόβος της εμφυλιοπολεμικής λογοκρισίας οδήγησε τις επόμενες δύο στροφές στην ωραιοποίηση και τη γραφικότητα:
«Παίρνει και γλυκοχαράζει,
όλα γύρω είναι σιωπηλά,
κι ένας μόνος φτωχός εργάτης
ξεκινάει για τη δουλειά.
Με χαμόγελο στα χείλη,
τη δουλειά του πάντα αρχινά
και το βράδυ στο φτωχικό του
το σπιτάκι του γυρνά.
Τώρα, πάλι, τον φιλάει
ένα στόμα αγγελικό…
Πώς ζηλεύω τέτοια ευτυχία
ο ταλαίπωρος εγώ!»
Οι λαϊκοί συνθέτες, όπως ο Μπαγιαντέρας και ο Καλδάρας, που αγωνιούσαν για την αμφίβολη έκβαση του εμφυλίου πολέμου, στρέφονταν τώρα προς την προβολή των εργαζομένων, που τους θεωρούσαν πάντα σαν μια σταθερή και αναμφισβήτητη αξία, μια μεγάλη πηγή παραγωγής των υλικών και μη υλικών αξιών της ζωής. Όμως όλα αυτά τα τραγούδια που αναφέραμε, και κάποια άλλα ακόμα που δεν αναφέραμε, δεν ήταν παρά η προεισαγωγή στο εργατικό τραγούδι του μεταπολέμου. Το τραγούδι που εισήγαγε δυναμικά και εντυπωσιακά το θέμα και σίγουρα επηρέασε τις κατοπινές προσπάθειες ήταν «Οι φάμπρικες» του Τσιτσάνη, που κυκλοφόρησε λίγο μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου.
Αν ο Παναγιώτης Τούντας, στην έξαρση των εργατικών αγώνων του Μεσοπολέμου, με τον στίχο «Είμ’ εργάτης τιμημένος, όπως όλη η εργατιά», παρουσίαζε την εργατική τάξη στην ενότητά της, ο Βασίλης Τσιτσάνης προχωρεί περισσότερο, προεκτείνοντας και διευρύνοντας τη σημασία αυτής της τάξης, με τα επίθετα «περήφανη κι αθάνατη», επίθετα που ούτε ο ίδιος ούτε κανένας άλλος Νεοέλληνας τα έδωσε σε κάποια άλλη τάξη, αλλά ούτε σε κάποια άλλη κοινωνική ομάδα:
«Σφυρίζει η φάμπρικα,
μόλις χαράζει,
οι εργάτες τρέχουν
για τη δουλειά,
για να δουλέψουνε
όλη τη μέρα…
Γεια σου, περήφανη
κι αθάνατη εργατιά!
Βλέπεις κοπέλες
στα υφαντουργεία
κι άλλες δουλεύουν
στα αργαλειά,
στα καπνομάγαζα,
στα συνεργεία…
Γεια σου, περήφανη
κι αθάνατη εργατιά!
Φράγκο δε δίνουνε
για μεγαλεία,
έχουνε μάθει να ζουν απλά
στάζει ο ιδρώτας τους
χρυσές σταγόνες…
Γεια σου, περήφανη
κι αθάνατη εργατιά!
Σφυρίζει η φάμπρικα
σαν θα σχολάσουν,
κορίτσια, αγόρια, ζευγαρωτά,
με την αγάπη τους
θα ξαποστάσουν…
Γεια σου, περήφανη
κι αθάνατη εργατιά!»
Οι «Φάμπρικες» μέσα από τους στίχους, τη μελωδία, ακόμα και τον ήχο της σειρήνας του εργοστασίου, που ειδοποιεί τους εργάτες να πιάσουν δουλειά ή να σχολάσουν, ήχο που πλέκεται έντεχνα με τη μελωδία και γίνεται μέρος της, ζωντανεύουν το απέραντο βιομηχανικό τοπίο της εργατούπολης, τις μάζες των εργατών και εργατριών που προχωρούν μέσα στο μισοσκόταδο, για να περάσουν τις καγκελόπορτες και τους τοίχους των εργοστασίων.
Ήχοι, φωτισμός, σκηνικό, ατμόσφαιρα και άνθρωποι είναι δεμένα σε έναν αρκετά μεγαλοπρεπή επιβλητικό πίνακα που η αξία του είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί.
Οι εργάτες, σύμφωνα με το τραγούδι, περιφρονούν τα μεγαλεία και, φυσικά, αυτούς που είναι οι φορείς τους, αυτούς που καρπώνονται τον ιδρώτα τους, που έχει την αξία χρυσού (υπεραξία) για να τον συσσωρεύουν σε κεφάλαιο.
Η εργατιά είναι περήφανη, γιατί πιστεύει ότι έχει να διαδραματίσει έναν σημαντικό ιστορικό ρόλο, και επίσης αθάνατη, γιατί επιζεί ύστερα από τόσους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες. Οι εργάτες έχουν την ικανότητα να παίρνουν δυνάμεις από μέσα τους και να συνεχίζουν τη ζωή με τη δύναμη του έρωτα και άλλων ευγενικών συνθημάτων.
Εφημερίδα «Κυριακάτικη Απογευματινή»









