Ταξίδι στον χρόνο. Η Μαντόνα, σαν άλλη Μέριλιν Μονρόε, κατεβαίνει τις σκάλες. Ο Ντέιβιντ Μπάουι κρατάει μια μαύρη ομπρέλα για να προστατεύσει από τη βροχή, τη σύζυγο του και τοπ μόντελ, Ιμάν. Είναι το 1993. Η ηθοποιός Ροζάνα Αρκέτ διαλέγει, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, παπούτσια. Ο Ματ Ντίλον με γκρι κοστούμι και ψυχεδελική γραβάτα, η Ντέμπι Χάρι με εμπριμέ σύνολο και ο Ρίτσαρντ Γκιρ, με μισό μισό Rolex, βρέθηκαν στην ίδια παρέα, το 1987, για να γιορτάσουν τη μόδα του τότε. Κόκκινες τέντες, μια καρικατούρα του Prince στη χριστουγεννιάτικη βιτρίνα του 1992 και ο Άντι Γουόρχολ να συνομιλεί με κούκλες βιτρίνας το 1985 (!).
Όταν εμείς είχαμε το Μινιόν, οι Αμερικανοί είχαν το Barneys New York. Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου «They all came to Barneys», και με την υπογραφή του Τζιν Πρέσμαν, -πρώην διευθύνοντα συμβούλου και μέλους της οικογενειακής επιχείρησης-, επιχείρησα να αποκωδικοποιήσω συναισθήματα πίσω από τις εικόνες. Αν έχετε βρεθεί στη Νέα Υόρκη, ξέρετε. Η μόδα γεννιέται στο δρόμο και δοκιμάζεται στα ιστορικά πολυκαταστήματα. «Μια προσωπική ιστορία από το μεγαλύτερο κατάστημα στον κόσμο», διαβάζουμε στο εξώφυλλο με την μινιμαλιστική εικονογράφηση. Πρόκειται, λοιπόν, για την αυτοβιογραφία ενός πολυκαταστήματος. Θα χρειαστεί να ταξιδέψουμε στη δεκαετία του ’80, για να θυμηθούμε την εποχή του Ρόναλντ Ρέιγκαν, και να φανταστούμε μοντέλα, ηθοποιούς, σταρ της ποπ, μαζί με πρωτοποριακούς καλλιτέχνες να συναντιούνται στο ίδιο κατάστημα.
Σκεφτείτε τη Νέα Υόρκη της υπερβολής, του design, της τέχνης, της μόδας. Τότε που οι αγορές άνθιζαν, οι μετοχές ήταν στα ύψη, σα να βλέπαμε την ταινία «Wall Street» του Όλιβερ Στόουν. «Η απληστία είναι καλή», ήταν το σλόγκαν τότε. Είναι η στιγμή που «το χρήμα έρεε άφθονο και φαινόταν ότι η φούσκα δεν θα έσκαγε ποτέ», γράφει στα απομνημονεύματα του ο Μr Barneys. «Ήδη πουλούσαμε γυναικεία ρούχα, αλλά οι γυναίκες ήθελαν το δικό τους κατάστημα, και μου άρεσε η ιδέα ενός «παιδότοπου». Ο πατέρας μου, Φρεντ Πρέσμαν, ο οποίος, διηύθυνε την οικογενειακή επιχείρηση για δεκαετίες, ήταν πιο προσεκτικός. Όταν του είπα ότι θέλουμε να ανοίξουμε γυναικείο κατάστημα, μου είπε «υπέροχη ιδέα» και μετά μονολόγησε: «Δεν είναι καθόλου υπέροχη ιδέα και ελπίζω να το ξεχάσει»».
Η ιστορία τον διέψευσε. Το ανδρικό κατάστημα προσέθετε εκατομμύρια δολάρια στο ταμείο ετησίως ενώ στα τέλη της δεκαετίας του ’70, καταχωρήθηκε στο Βιβλίο Γκίνες ως το μεγαλύτερο, ιδιωτικό, ανδρικό κατάστημα στον κόσμο. Και ναι στα seventies έχουμε συνηθίσει να φέρνουμε στο μυαλό μας εικόνες με χίπηδες και παντελόνια-καμπάνες αλλά τόσο οι άνδρες, όσο και οι γυναίκες, δεν έκρυβαν την εμμονή τους με τη μόδα.
Περνάμε στα eighties και συναντάμε γιάπηδες, οι οποίοι, φορούσαν κοστούμι Αρμάνι και καλλιτέχνες που ανακάλυπταν τους Comme des Garçons. Στον όροφο που βρισκόταν η συλλογή με τα ανδρικά του Τζόρτζιο Αρμάνι, μπορούσε κανείς να ανακαλύψει περισσότερα από 50 κοστούμια. Οι γιάπηδες δεν προλάβαιναν να διεκδικούν το νούμερο τους στο πολυκατάστημα, καθώς μπορεί να αγόραζαν την ίδια μέρα, έξι κοστούμια και ασορτί πουκάμισα και γραβάτες. Το Barneys εξελίχτηκε σε τόπο συνάντησης, «το μέρος στο οποίο έπρεπε να βρίσκεσαι». Έτσι, οι πωλήσεις στα ανδρικά, τα γυναικεία και τα παιδικά ρούχα αυξήθηκαν ραγδαία. Σε μια εποχή χωρίς κινητά, σέλφι και διάθεση για αυτοπροβολή, η διακόσμηση, όπως η αρ ντεκό σκάλα μέσα στο Barneys, εξελίχτηκε σε σήμα κατατεθέν μίας «χρυσής» επανάστασης. «Οι νέοι σχεδιαστές των ’80s ήταν ατρόμητοι: Μιγκλέρ με δυναμικά show, ο Μοντανά με τονισμένους ώμους, ο Γκοτιέ με παιχνιδιάρικη διάθεση», γράφει στο βιβλίο ο Τζιν Πρέσμαν. «Η Μαντόνα έγινε πελάτισσα και πρέσβειρα του Barneys, αναθέτοντας στον Γκοτιέ να σχεδιάσει τα κοστούμια της περιοδείας Blond Ambition»».
Και κάπως έτσι ένα πολυκατάστημα έγραψε τη δική του ιστορία με ανατρεπτικές, αβάν-γκαρντ βιτρίνες, φιλοξένησε εκθέσεις με τη συμμετοχή καλλιτεχνών, φωτογράφων και σχεδιαστών, όπως ο Ρόι Λίχτενστάιν, ο Ζαν Πολ Γκοτιέ, η Νόρμα Καμάλι, ο οίκος Fendi, γεφυρώνοντας τη σύνδεση μόδας και τέχνης.
Σήμερα η Λίντα Εβαντζελίστα, ο Κάλβιν Κλάιν, ο Πολ Σμιθ, μοιράζονται τις δικές τους μαρτυρίες. Η ιστορία του Barneys στη δεκαετία του ’80 δείχνει πώς ένα κατάστημα μπορεί να γίνει κάτι περισσότερο από ένα σημείο πώλησης. Ένα πολιτιστικό φαινόμενο, πλατφόρμα για δημιουργικότητα, όνειρα και δράμα, καθρέφτης μιας εποχής όπου ενώνονται η απληστία, η φαντασία και η μόδα.1923-2020, το Barneys δεν πρόλαβε να γιορτάσει έναν αιώνα. Η αλήθεια κρύβεται πίσω από τις λέξεις και τις εικόνες για την άνοδο και την τρομακτική πτώση μιας οικογενειακής αυτοκρατορίας από έναν άνθρωπο που γνώριζε τα πάντα από μέσα, τη μόδα από τη φόδρα. Η οικογένεια Πρέσμαν, ο παππούς Μπάρνεϊ, ο γιος Φρεντ και ο εγγονός Τζιν, πρωταγωνίστησαν στο πάρτι. Πλήρωσαν το τίμημα της αλαζονείας και της υπερβολικής φιλοδοξίας. Αν φορούσαν Αρμάνι; Τι σημασία έχει; Στο τέλος, η απληστία (δεν) είναι (ποτέ) καλή.
Κυριακάτικη Απογευματινή