To µέλλον είναι το παρελθόν». Η φράση από το κείµενο της σχεδόν πεντάωρης παράστασης «Le Passé», του Γάλλου σκηνοθέτη Ζιλιέν Γκοσλέν, που παρακολούθησα στη Στέγη του Ιδρύµατος Ωνάση, δεν σταµάτησε να γυρίζει στο µυαλό µου. Το µέλλον είναι το παρελθόν, το παρελθόν είναι το µέλλον ή, µήπως, το µέλλον είναι το παρόν;
Οι ηθοποιοί, καλοκουρδισµένοι, µιλούσαν φυσικά, χωρίς κραυγές. Επαιζαν γυµνοί, µέσα κι έξω από τη ζώνη ασφαλείας, χωρίς να χάνουν λέξη από το κείµενο
του Λεονίντ Αντρέγεφ. ∆εν κόµπιαζαν, δεν έφευγαν από τη σκηνή παρά µόνο στο εικοσάλεπτο διάλειµµα κι εµείς, το κοινό, τους κρίναµε, ρυθµικά, εµµονικά, µε τους υπότιτλους στα ελληνικά και τα αγγλικά, να λειτουργούν σαν υποβολέας.
Ευκαιρία, σκέφτηκα, να θυµηθώ τα γαλλικά µου. ∆εν βρήκα απαντήσεις το βράδυ της πρεµιέρας, ένιωσα όµως πως ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα αληθινό
θέατρο. Πώς γίνεται να είσαι σε εγρήγορση και να θέλεις να ακούσεις κάθε λέξη, σε µια παράσταση µε σκηνές βίας (και ωτασπίδες στις θέσεις µας για τους πιο ευαίσθητους θεατές), να αφεθείς στη µουσική, να καταλάβεις τους χαρακτήρες; Nα δεις πως το σινεµά, οι κάµερες, το ριάλιτι, η ίδια η ζωή µας φιλτράρονται µε ένα µικρό κλείσιµο του µατιού. Οπερατέρ κινούνται διακριτικά ανάµεσα στους ηθοποιούς για να καταγράψουν τη στιγµή, µέσα κι έξω από τα διαρκώς µεταβαλλόµενα σκηνικά, αναµεταδίδοντας την εικόνα στη µεγάλη οθόνη. Γιατί το µέλλον είναι σινεµά. Είναι θέατρο. Το µέλλον είναι γυµνό. Το µέλλον είναι το χειροκρότηµα στις µύτες των ποδιών.
Μία µέρα αργότερα, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το µέλλον και το παρόν της όπερας είχαν όνοµα: Ασµίκ Γκριγκοριάν. H αίθουσα γεµάτη, ο πιανίστας αλάνθαστος, η διάσηµη ερµηνεύτρια στην πρώτη της εµφάνιση στην Ελλάδα. Κι όµως, κάπου ανάµεσα στον βήχα, τις φωτεινές οθόνες των κινητών και τα σχόλια της διπλανής µου για τη «θαµπή» φωνή, το κοινό αποδείχθηκε ανυπόµονο. Μερικοί σηκώθηκαν πριν καν τελειώσει το πρόγραµµα, χωρίς να περιµένουν το ανκόρ. Αγωνία για το πάρκινγκ, για το δείπνο που περιµένει.Κανένας σεβασµός. Απαίδευτο κοινό, αυθάδες, απροσάρµοστο. Το µέλλον είναι αγενές.
Το Σάββατο, το Onassis Ready εγκαινίαζε έναν νέο χώρο στου Ρέντη, φιλοξενώντας την έκθεση «You are invited», του ανατρεπτικού φωτογράφου Γιούργκεν Τέλερ. Η Κέιτ Μος, ο Ιγκι Ποπ, τσιγάρα, ένα µωρό, ένας γάιδαρος, σαλιγκάρια, ροδάκινα, φωτογράφοι, στιλίστες, ηθοποιοί, ινφλουένσερ, η µούσα και σύζυγος του δηµιουργού «λάιβ» και κορίτσια όπως η Μαρία Κάρλα Μποσκόνο και η Κρίστεν ΜακΜέναµι, εµβληµατικές µορφές της σύγχρονης µόδας. Η Αθήνα αλλάζει. Η Αθήνα ενηλικιώνεται, ξενυχτάει, εξελίσσεται. Είναι η αισθητική. Είναι η φωτογραφία που δεν ρετουσάρει, αλλά εκθέτει την αλήθεια. Το µέλλον είναι αµακιγιάριστο.
Κυριακή, και το σηµείο συνάντησης ήταν η Πέτρινη Αποθήκη του ΟΛΠ, στη ∆ραπετσώνα. Τώρα που το φαγητό είναι «της µόδας», συγκεντρώθηκαν οι γκουρµέ της πόλης για να γνωρίσουν διεθνείς σεφ, επιχειρηµατίες της εστίασης και, φυσικά, τον σούπερσταρ της διοργάνωσης: τον Μάσιµο Μποτούρα. Eκείνον που ξέρει
να µιλάει µε ανοιχτή καρδιά για µια ανοιχτή κουζίνα. Το µέλλον είναι αχνιστό. ∆εν τρώει ρόκα-παρµεζάνα ούτε wagyu. Το µέλλον ξεχνάει την τρούφα και το λάδι τρούφας. Μαθαίνει από τα καµένα λαζάνια στην κουζίνα του Μάσιµο Μποτούρα πως όποιος σεφ θέλει να ξεχωρίζει πρέπει να γνωρίζει από πολιτισµό, να στηρίζει ό,τι κάνει, να ξέρει γιατί το κάνει, να µπορεί να εµπνεύσει. Γιατί ακόµα κι ένα πιάτο τορτελίνια µπορεί να κρύβει διαφορετικές υφές παρµεζάνας.
Τι είπε ο ακτιβιστής σεφ της υψηλής γαστρονοµίας; «Κάθε µέρα δηµιουργούµε κουλτούρα. Είµαστε πρεσβευτές της παγκοσµιότητάς µας, σεφ, µάγειρες, εργαζόµενοι, εργάτες του τουρισµού. Νιώθω ευθύνη, ειδικά στην Αµερική, τη χώρα του fast food, να δείξω πώς δηµιουργήσαµε το “Osteria Francescana”.
Χρειάστηκε να περιµένουµε 25 χρόνια, αλλά οι άνθρωποι ήρθαν. Eχουµε τόσο πολλούς νέους εδώ και στην Osteria, δηµιουργούµε το µυαλό της νέας γενιάς. Τους διδάσκουµε να ακούν µουσική, να βλέπουν φωτογραφία, να κατανοούν, να εξερευνούν ιδέες. Είναι σαν ένα µεγάλο σχολείο. Εχουµε 2.000 επισκέπτες την ηµέρα, απίστευτο! Και στο άλλο άκρο, υπάρχει και η κοινωνική ευθύνη. Ξεκίνησα το “Food for Soul”.» To µέλλον τρώει slow food.
Στο Λούβρο, ιστορικά κοσµήµατα «πετούν» από τα παράθυρα κι αρχαία αγάλµατα δείχνουν τον δρόµο σε παρωδίες στο TikTok. Κανείς δεν ξέρει, κανείς
δεν είδε. Ολοι ξέρουν, όλοι είδαν. Ο κινηµατογράφος µάς έχει προλάβει, οι σεναριογράφοι δεν έχουν πια τίποτα καινούργιο να δείξουν. Το Topkapi, το φθινόπωρο του 2025, είναι απλώς το τρέιλερ. Το µέλλον είναι βιαστικό, βίαιο, λαµπερό, σαν στέµµα που πέφτει στο πάτωµα γιατί δεν χωρούσε στην τσάντα µε τα υπόλοιπα κλοπιµαία.
To µέλλον είναι το παρελθόν. We are invited. Είµαστε όλοι καλεσµένοι. Κι εµείς που µένουµε µέχρι το τέλος και χειροκροτάµε, κι ας µην ήταν η παράσταση
της ζωής µας. Κι εκείνοι που µασούν τσίχλα εµµονικά (για να την κολλήσουν στο βελούδινο κάθισµα), που τρέχουν να βγάλουν µια selfie µε κάποιον διάσηµο για να
κυνηγήσουν likes (κι ας µην τον έχουν σε καµία εκτίµηση). Το µέλλον φοράει πορτοκαλί ωτασπίδες.
Κυριακάτικη Απογευματινή











