Τα όσα εξελίχθηκαν την τελευταία εβδομάδα στη Νέα Υόρκη με την ευκαιρία της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ δημιουργούν μια σειρά νέων δεδομένων που θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη η ελληνική διπλωματία, αλλά και η ηγεσία σε σχέση με τη διάρθρωση και τη στρατηγική της ελληνικής διπλωματίας. Είναι φανερό ότι ο Αμερικανός πρόεδρος ως ένας έμπειρος άνθρωπος των επιχειρήσεων προτίθεται να διατηρήσει την Τουρκία υπό την προεδρία Ερντογάν ως έναν αυτοτελή πόλο ισχύος και επιρροής στην Ανατολή.
Μια δύναμη αντίβαρο στις πολιτικές ισχύος του Ισραήλ της ηγεσίας Νετανιάχου αλλά και των αραβικών του Κόλπου και της Μεσογείου. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Τουρκία θα επιτύχει μια θέση στην εξέλιξη της ιστορίας στη γενικότερη ευρεία αυτή γεωπολιτική ζώνη έναντι όλων. Για τον λόγο αυτό άλλωστε η βάση των μακροσκελών συζητήσεων στο οβάλ γραφείο ήταν συναλλακτική η εταιρική και όχι συμμαχική με τη στενή έννοια.
Η ακύρωση από την τουρκική πλευρά της συνάντησης κορυφής Ερντογάν – Μητσοτάκη και πολύ περισσότερο η επιθετικού περιεχομένου ομιλία Ερντογάν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αποδεικνύουν ότι η μεσαία περίοδος από την άνοιξη του 2023 μέχρι και τον Ιανουάριο ουσιαστικά του 2025, οπότε είχαμε τη λήξη της προεδρίας Μπάιντεν και των Δημοκρατικών, έχει ξεπερασθεί οριστικά.
Η ελληνική ηγεσία με χαμηλό προφίλ και περιορισμένες δυνατότητες υψηλών πολιτικών επαφών στις ΗΠΑ την προηγούμενη εβδομάδα έχει βάσιμους λόγους να συνεχίσει να επενδύει στη σαφώς πιο ορισμένη με συμμαχικούς όρους σχέση με τις ΗΠΑ, βασισμένης στα θέματα ενεργείας, τεχνολογιών και ασφάλειας όχι μόνον διμερώς αλλά και στο πεδίο της ευρείας γεωστρατηγικής περιοχής από την Ευρώπη μέχρι τον Αραβικό Κόλπο. Η στρατηγική του «μη πολέμου» με την Τουρκία δεν θα πρέπει να εμποδίσει την εγρήγορση συνεργασίας με το Ισραήλ μετά τη Γάζα αλλά και τον ρόλο συνδετικού κρίκου εναρμόνισης μεταξύ Ιερουσαλήμ και Αράβων στη βάση των κρατικών πολιτικών.
Εφημερίδα Απογευματινή