Οι στρατηγικές και διαρθρωτικές οπτικές που χρειάζεται η χώρα για να αποκτήσει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο για το μέλλον δεν μπορούν να προκύψουν μέσα από «πετροπόλεμο» στο Κοινοβούλιο και τον δημόσιο διάλογο. Ούτε με ευκαιριακές επιλογές κυβερνήσεων τετραετίας. Προϋποτίθεται λοιπόν για την Ελλάδα 2030-2050 μια υπερκομματική και διακομματική συναίνεση σε ιδέες, πλάνα, αξίες. Επίσης δεν είναι δυνατόν να κινείται η χώρα στον χρόνο και στη συγκυρία με αλληλοσυγκρουόμενες επιλογές και μηδενιστικές ως προς την ασυνέχειά τους από κυβέρνηση σε κυβέρνηση πολιτικές και πολλές φορές ακόμη και από υπουργό σε υπουργό του ίδιου κόμματος ή της ίδιας κυβέρνησης.
Η μεγάλη και δομική πολιτική αλλαγή για την Ελλάδα θα προέλθει από την αποδοχή μιας στρατηγικής που θα καθορισθεί ως εθνική και προϋπολογισμένου χρονικού ορίζοντα σε βάθος χρόνου για τη συνεπή εφαρμογή της. Τα κόμματα διακυβέρνησης, αυτά τουλάχιστον που μπορούν να λογίζονται ως τέτοια, θα πρέπει να μπορούν να δεσμεύονται πριν αναλάβουν την ευθύνη της διοίκησης της χώρας, αλλά και κατά τη διάρκεια της άσκησης διακυβέρνησης, ότι δεν θα αυθαιρετούν ούτε θα αυτοσχεδιάζουν στη βάση του πυρήνα των εθνικών προτεραιοτήτων. Όσο και να φαίνεται περίεργη ή υπερβατική μια τέτοια συναίνεση για την Ελλάδα, αυτό λογίζεται ως κεντρική εθνική στρατηγική ασφαλείας για πολύ σημαντικές χώρες στον πλανήτη και φυσικά στη Δύση.
Η αφετηρία μιας τέτοιας εθνικής συναίνεσης δεν θα προκύψει σε περιόδους όπου τα κόμματα που μπορούν να θεωρηθούν ως κυβερνησιμότητας είναι πολλά και ποικίλα. Αλλά θα μπορούσε αφετηριακά να προκύψει από τη σημερινή περίοδο. Διακρίνεται από ένα κόμμα διακυβέρνησης και πολλά αντιπολίτευσης. Επίσης κυριαρχεί στην αξιοπιστία ένας πρωθυπουργός, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, χωρίς πολιτικούς αξιόπιστους ανταγωνιστές στην ανάληψη της διοίκησης της χώρας. Είναι δουλειά λοιπόν του κ. Μητσοτάκη να αναλάβει πρωτοβουλίες, όπως η διακομματική στη Βουλή για τη στρατηγική στο Αγροτικό, που θα αλλάξουν τους κανόνες του παιχνιδιού.
Εφημερίδα Απογευματινή








