Kαθώς το ελληνικό πρωτάθληµα έχει προχωρήσει ως προς τις αγωνιστικές του και συγχρόνως µάχεται και η Εθνική Ελλάδας να θυµίσει κάτι από εκείνο το επικό 2004, αξίζει να θυµηθούµε µία εµβληµατική ταινία για τους πρωταγωνιστές των γηπέδων, που είναι και η µοναδική µάλλον.
Πάνε πολλά χρόνια, όταν η τηλεόραση ήταν ασπρόµαυρη και δεν υπήρχαν όλες αυτές οι πλατφόρµες για ταινίες και σειρές για όλα τα γούστα, που ένα τηλεοπτικό κανάλι, αποτίνοντας φόρο τιµής σε παλαιούς και αγνούς -το τονίζουµε αυτό- άσους των ελληνικών γηπέδων, της δεκαετίας του ’50, τότε που έπαιζαν µπάλα για τη φανέλα και το ποδόσφαιρο ήταν παιχνίδι και όχι
επάγγελµα, έδειξε ταινία της δεκαετίας του ’50, που το σενάριό της το είχε γράψει µάλιστα ο Ιάκωβος Καµπανέλλης. Η ταινία είχε τίτλο «Οι άσσοι του γηπέδου».
Η ταινία αυτή στους πρωταγωνιστικούς ρόλους είχε, εκτός από τους κανονικούς ηθοποιούς, και ποδοσφαιριστές της εποχής. Αυτοί οι ποδοσφαιριστές ήταν οι Μουράτης και Ρωσίδης του Ολυµπιακού, Λινοξυλάκης και Πετρόπουλος του Παναθηναϊκού, Πούλης της ΑΕΚ, για να αναφέρουµε µερικούς µόνο από αυτούς. Και η ταινία αναφερόταν στην καθηµερινότητα των ποδοσφαιριστών που έπαιζαν µάλιστα στην Εθνική Ελλάδας. Ηταν η καθηµερινότητα µιας άλλης εποχής που πολλοί ασφαλώς δεν την έζησαν, ενώ περισσότεροι την έχουν λησµονήσει. Μία εποχή που οπωσδήποτε δεν έχει καµία σχέση µε το σήµερα.

Για έναν και µόνο λόγο, αν περιοριστούµε όχι γενικά στην καθηµερινότητα των Ελλήνων, αλλά στην τότε ποδοσφαιρική πραγµατικότητα. Τότε οι ποδοσφαιριστές έπαιζαν σχεδόν λόγω της αγάπης τους για το συγκεκριµένο άθληµα. Επαιζαν για το συναίσθηµα και µε συναίσθηµα. Τώρα βεβαίως παίζουν για το χρήµα και την επαγγελµατική αποκατάσταση, αφού, αν είναι
συνετοί στη διαχείριση των όσων έχουν αποθησαυρίσει, µπορούν να δοκιµάσουν τις επιχειρηµατικές τους ικανότητες ή να εξακολουθήσουν να παραµένουν στο ποδόσφαιρο ασκώντας την προπονητική.
Κακά τα ψέµατα. Από τη στιγµή που ο αθλητισµός µεταβλήθηκε από ιδέα και αθλοπαιδιά σε επάγγελµα, τα µατς έπαψαν να είναι γιορτές, αποκτώντας ίσως τη χρησιµότητα του
φροϊδικού εργαλείου, για τοφιλοθέαµον κοινό. ∆ιότι τελικώς κατήντησε στους αγώνες-αλλά δυστυχώς και στα πεζοδρόµια- να εκτονώνονται πλέον τα πάσης φύσεως απωθηµένα, πολιτικά, οικονοµικά, κοινωνικά, αισθηµατικά, σεξουαλικά, που έχουν φορτίσει, δικαίως ή αδίκως, όλους αυτούς που τα κουβαλάνε. Και που περιµένουν την ευκαιρίακαι αφορµή για να τα εκτονώσουν.
Ασφαλώς, µε τα σηµερινά τεχνολογικά δεδοµένα το φιλµάκι εκείνο που είχε δείξει η τηλεόραση θα χαρακτηριζόταν επιεικώς πρωτόγονο. Οµως, δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα σηµείο αναφοράς και σύγκρισης µε αυτό που συµβαίνει σήµερα, µε πρωταγωνιστές γνωστούς ποδοσφαιριστές της εποχής που -σύµφωνα µε το σενάριο- άλλοι επρόκειτο τάχα να κάνουν καριέρα στο εξωτερικό, άλλοι έπρεπε να αναζητούν καθηµερινά το µεροκάµατο για να ζήσουν, γιατί τότε δεν υπήρχαν συµβόλαια πολλών εκατοµµυρίων, και όλοι µαζί είχαν το ίδιο πάθος: το ποδόσφαιρο, τον αθλητισµό.
Τσέπη άδεια,καρδιά γεµάτη
Η προοπτική, παραδείγµατος χάριν, να πάει να παίξει στο εξωτερικό -αδιανόητη για εκείνη την εποχή εξέλιξη- ένας από τους πρωταγωνιστές της ταινίας, ο διατελέσας και αντιδήµαρχος Αθηναίων, µακαρίτης Κώστας Λινοξυλάκης, ένας από τους κορυφαίους σέντερ µπακ που ανέδειξε ποτέ το ελληνικό ποδόσφαιρο, είναι ασφαλώς πολύ επίκαιρη µε τα όσα συµβαίνουν σήµερα, µε τη σηµερινή πραγµατικότητα, όπου όνειρο κάθε Ελληνα ποδοσφαριστή είναι να σταδιοδροµήσει σε οµάδα του εξωτερικού. Κάτι βεβαίως που συµβαίνει πλέον πολύ τακτικά, αν παρακολουθήσουµε την ποδοσφαιρική επικαιρότητα την περίοδο των µεταγραφών.
Στην ταινία «Οι άσσοι του γηπέδου» όλοι περιµένουν το τέλος της καριέρας του Ελληνα ποδοσφαιριστή στα ελληνικά γήπεδα. Και καθώς τελειώνει ένα κρίσιµο µατς της εθνικής µας οµάδας µε µία αντίστοιχη ξένη, µε θρίαµβο της ελληνικής, ο σχολιαστής του ραδιοφώνου, που αναµετέδιδε τον αγώνα, µόλις τελειώνει, φωνάζει τον Λινοξυλάκη για να του πει δύο λόγια, πριν κατεβεί στην καταπακτή των αποδυτηρίων, για τη νέα σταδιοδροµία του. Και ο Κώστας τού απαντά: «Οχι, δεν θα φύγω. Αποφάσισα να συνεχίσω µε την οµάδα που αγαπώ και να φοράω τη φανέλα της Εθνικής µας!».
Μπορεί σε πολλούς να φαίνεται µελό η απάντηση που έδωσε ο ποδοσφαιριστής για τις ανάγκες, προφανώς, της ταινίας, ειδικά σε µία εποχή που έχουµε δει τη γαλανόλευκη σηµαία να την καίνε ή να τη διακωµωδούν. Οµως έτσι πράγµατι αισθάνονταν οι ποδοσφαιριστές τότε που έπαιζαν µε «την τσέπη πάντα αδειανή και την καρδιά γεµάτη».
Ηταν µία άλλη εποχή, που πολύ φοβόµαστε ότι έχει περάσει ανεπιστρεπτί, επειδή τότε περίσσευε η ανθρωπιά που τώρα θεωρείται πολυτέλεια. Ηταν τότε που έβλεπες τους φιλάθλους να πηγαίνουν στο γήπεδο µε κοστούµι και γραβάτα και µε όλη τους την οικογένεια, χωρίς να κινδυνεύει ούτε η σωµατική ακεραιοτητά τους ούτε η προσωπικότητά τους ούτε η αισθητική τους.
Ηταν µία εποχή που δεν σήκωνε το σηµερινό παρασκήνιο. Αλλά ούτε και το σηµερινό παρασκήνιο θα µπορούσε να κτίσει ένα άλλο σκηνικό από αυτό που βλέπουµε σήµερα. Για µία αντίστοιχη ταινία µε συναισθηµατική φόρτιση, ανάδειξη του «ευ αγωνίζεσθαι» και αγνό φίλαθλο πνεύµα.
Κυριακάτικη Απογευματινή









