Η γλώσσα, μέσον τής μεταξύ των ανθρώπων συνεννόησης, επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις σε όποιον θελήσει να εμβαθύνει στην ιστορία και τα νοήματά της. Ένα από τα πιο χαριτωμένα συμβάντα είναι σχετικό με τον Μέγα Αλέξανδρο. Όταν, πράγματι, αυτός απάλλαξε την Αίγυπτο από την περσική κυριαρχία, θέλησε να επισκεφθεί το ιερό του Άμμωνος, που βρισκόταν σε μια όαση της ερήμου, κοντά στα σύνορα της σημερινής Λιβύης. Εκεί οι ιερείς τον υποδέχθηκαν φιλοφρόνως και ο επικεφαλής τους, θέλοντας να κάνει επίδειξη ελληνομάθειας, πήγε να τον προσφωνήσει ως «παιδίον».
Αντί όμως για αυτό, μη διακρίνοντας τη διάκριση του ουδετέρου γένους από το αρσενικό, τον αποκάλεσε «παιδίος». Καταχάρηκε και ο κοσμοκράτωρ και οι περί αυτόν αυλικοί και κόλακες! Ο ιερέας αποκάλεσε τον βασιλέα των Μακεδόνων και αρχιστράτηγο των Ελλήνων «παίδα Διός», δηλαδή ημίθεο και προφανώς υποψήφιο θεό. Και του έμεινε αυτό του Αλέξανδρου: τον συνόδευσε ακόμη και μετά τον θάνατό του, μέχρι σήμερα, θα έλεγε κανείς…
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, ενδεχομένως πολύ βαρύτερο σε συνέπειες. Ομόθυμη είναι η κραυγή που εκπέμπεται από τους απανταχού της Γης συμπατριώτες μας: «Έξω ο Αττίλας από την Κύπρο!». Ωραία, καμία αντίρρηση… Τι σημαίνει όμως η λέξη «Αττίλας»; Ε, εδώ είναι που η πραγματικότης υπερβαίνει και την πλέον καλπάζουσαν φαντασίαν!
«Αττίλας» είναι υποκοριστικό της πανάρχαιας τουρανικής λέξης «άττα», που σημαίνει κυριολεκτικώς τον «πατέρα» και κατ’ επέκταση οποιοδήποτε άξιο μεγάλου σεβασμού πρόσωπο που είτε νοητικώς ή ψυχικώς θεωρείται ως πατέρας. Και τεκμήριο εν προκειμένω συνιστά το επώνυμο που πήρε ο Μουσταφά Κεμάλ, όταν θεσπίστηκε στη γειτονική μας χώρα η υποχρεωτική πρόσληψη οικογενειακών επιθέτων: Ατατούρκ = Πατέρας των Τούρκων. Το «Ατατούρκ», βέβαια, γράφεται με ένα «τ». Και αυτό είναι εύλογο, επειδή στη σύγχρονή μας τουρκική γλώσσα συχνά εκδηλώνεται τάση αποφυγής των διπλών συμφώνων…
Έχοντας λοιπόν αυτά υπόψη, ευχερώς διαπιστώνει κανείς ότι η λέξη «Αττίλας» σημαίνει κυριολεκτικώς «πατερούλης» – κάτι λογικό, δεδομένου ότι οι Ούννοι γενικώς θεωρούνται ως λαός τουρανικής καταγωγής. Ιδού όμως που, ακριβώς στο σημείο αυτό, αναδύεται το μέγα, το αποφασιστικής σημασίας ζήτημα: η λέξη «άττα» υπάρχει και στα ομηρικά έπη – και μάλιστα με ακριβώς την ίδια σημασία που αυτή έχει στις τουρανικές γλώσσες γενικώς και στην τωρινή τουρκική ιδιαιτέρως!
Το ερώτημα λοιπόν έχει ως εξής: είναι λέξη τουρανική που παρεισέφρησε στην «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια» ή το ακριβώς αντίθετο; Και το πρόβλημα προσλαμβάνει σπουδαιότητα ακόμη μεγαλύτερη, εάν συνυπολογιστεί ότι η ύπαρξη του τουρκικού όρου «ανά» (= μητέρα, σεβαστό πρόσωπο γένους θηλυκού) διαπιστώνεται και αυτή σε πολύ παλαιά κείμενα των αρχαίων ελληνικών – έστω και με σημασία συχνά ελαφρώς παραλλαγμένη…
Τι να πει κανείς; Και αν, τέλος πάντων, αναπόφευκτη προβάλλει η ανάγκη σχολιασμού των ανωτέρω, η μόνη προσφυής ρήση είναι εκείνη του ρωσικού λαού: «Το μέλλον συχνά είναι προβλέψιμο. Το παρελθόν είναι αυτό που κάθε τόσο αλλάζει». Και -όπως έλεγαν οι αρχαίοι μας- ταύτα μεν ούτως εχέτω.
Δεδομένου όμως ότι εμάς μας ενδιαφέρει κυρίως το σήμερα, το επίσης μέγα, δυσοίωνο ζήτημα αφορά τη νοηματική αποσάθρωση η οποία ήδη απειλεί κυρίως τις μεγάλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Το θέμα πρώτος το «είχε πιάσει» ο οξυνούστατος Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904) και το παρουσίασε στο πασίγνωστο έργο του «Τα Είδωλα». Σε αυτό διά μακρών εξήγησε το γιατί, ενώ η κατίσχυση της δημοτικής στον δημόσιο βίο των Νεοελλήνων αποτελούσε πια εθνική αναγκαιότητα, ο ίδιος συνέχιζε να γράφει στην καθαρεύουσα. Παράλληλα όμως προχώρησε σε διαπίστωση πολύ σημαντική: οι γλώσσες των τότε «πρωτόγονων» λαών ήταν πολύ περισσότερο εξελιγμένες νοηματικώς από όσο εκείνες των «πολιτισμένων»!
Γιατί; Ο Ροΐδης, απορροφημένος καθώς ήταν από τα -μονίμως- οξύτατα προβλήματα της νεοελληνικής κοινωνίας, δεν έστερξε να προχωρήσει στην έρευνα του ζητήματος. Το θέμα όμως είναι ότι η κατάσταση αυτή έχει όχι απλώς διαιωνιστεί μα, ειδικά στις μέρες μας, επιδεινωθεί. Μια απλή σύγκριση των ρωσικών και των γλωσσών που συνεχίζουν να μιλιούνται σε ακτές της Βαλτικής με τα τωρινά αγγλικά αμέσως καταδεικνύει του λόγου το ασφαλές. Σε αυτά τα τελευταία έχουν ουσιαστικώς καταργηθεί τα μέρη του λόγου: οι λέξεις χαρακτηρίζονται όχι από εκείνο που δηλώνουν αλλά από τη θέση που έχουν στην πρόταση. Και η ευχερώς νοητή συνέπεια είναι η δραστική συρρίκνωση των κανόνων του συντακτικού…
Γλώσσα του εμπορίου
Γιατί έτσι; Μία -θεολογικού χαρακτήρα- εξήγηση έχει δοθεί σε έργα του Νταν Μπράουν: τα αγγλικά είναι η μόνη σημαντική ευρωπαϊκή γλώσσα στην οποία δεν κηρύχθηκε το Ευαγγέλιο. Άλλη εξήγηση, πιο «πεζή» αυτή, διατυπώθηκε πρόσφατα από παλαιό φοιτητή μου και τώρα καθηγητή σε αθηναϊκό πανεπιστήμιο: τα αγγλικά ήταν και παραμένουν η γλώσσα του εμπορίου. Και δεδομένου ότι οι κοινωνίες σήμερα έχουν σχεδόν όλες τους μεταβληθεί σε «αγορές»… ευχερώς παραλείπονται οι σχετικές επεξηγήσεις…
Και όμως… ήδη διαπιστώνονται δυσχέρειες επιβολής των αγγλικών ως παγκόσμιας γλώσσας. Η ορθογραφική ασάφεια που εξαρχής τα χαρακτήριζε τείνει σήμερα να επιδεινωθεί. Και αυτό τείνει να «εγκλωβίσει» την εκδήλωση του νοήματος των λέξεων στην ηχητική τους διάσταση και μόνο.
Γιατί συμβαίνει αυτό καθώς και όλα τα συμπαρομαρτούντα; Απάντηση έχει προ πολλού δοθεί και μάλιστα από τον ίδιο τον Φρόιντ. Αλλά εμάς, εδώ και τώρα, μας ενδιαφέρει το ζήτημα και όχι η αιτία του. Και δεδομένου ότι το ζήτημα -αφανώς έστω- με την πάροδο του χρόνου οξύνεται, υψώνονται επωνύμως φωνές και από τις ΗΠΑ ακόμη, με τις οποίες προτείνεται η αντικατάσταση των αγγλικών ως γλώσσας παγκοσμίως διεθνούς!
Ισπανική ή Εσπεράντο
Αντικατάσταση από ποια άλλη; Εδώ έγκειται το παράδοξο! Πρόσωπα που κατάγονται από την κατεξοχήν «αριστοκρατική» βορειοανατολική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών αναγνωρίζουν πια την ανωτερότητα των ισπανικών! Και αυτό διότι τα ισπανικά αποτελούν μία συνετώς απλοποιημένη μορφή των αρχαίων λατινικών. Με άλλα λόγια, είναι γλώσσα σαφώς παραδοσιακή (πτώσεις, εγκλίσεις κτλ.) αλλά με ιδιωματισμούς ελάχιστους, ορθογραφικούς κανόνες λογικούς και συνεπώς εύκολη ως προς την εκμάθησή της.
Άλλη οιονεί εναλλακτική λύση μπορεί να είναι η εσπεράντο, η οποία δημιουργήθηκε από τον Λουδοβίκο Ζάμενχοφ (1859-1917). Παρότι πρόκειται για γλώσσα τεχνητή, συγκεντρώνει τα βασικά χαρακτηριστικά όλων των μεγάλων/διεθνών γλωσσών, τηρώντας παράλληλα μία αξιοσημείωτη ευχέρεια εκμάθησής της: μόνο δύο εβδομάδες!
Εφημερίδα Απογευματινή