Ο εκτουρκισμός και εξισλαμισμός διαφορετικών θρησκευτικών και εθνοτικών ομάδων της Ανατολίας, όπως και η μετατροπή σε τζαμί της Αγια-Σοφιάς και αργότερα της Μονής της Χώρας από τον Ταγίπ Ερντογάν (2020 και 2024, αντίστοιχα) επιβεβαιώνει ιστορικά ότι η Σμύρνη φοβίζει τον Ερντογάν. Αμφότερες πράξεις βαρβαρότητας πανομοιότυπης με εκείνην που είχαν επιδείξει οι Οθωμανοί του Μωάμεθ κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 (βεβήλωση Αγια-Σοφιάς) και διαποτίζουν ως σήμερα το πνεύμα πολιτιστικής ισοπέδωσης στην τουρκική παιδεία, όπως πιστοποιεί η εισαγωγή της διδασκαλίας της «Γαλάζιας Πατρίδας» στα βιβλία των Τούρκων μαθητών τη νέα σχολική χρονιά.
Μέχρι «χθες» (20ός αιώνας), «Γκιαβούρ (γκιαούρ) Ιζμίρ» ονόμαζαν τη Σμύρνη οι Οθωμανοί, ενώ οι σύγχρονοι Τούρκοι (οι φανατικοί ισλαμιστές, τουλάχιστον) «γκιαβούρ» (άπιστη) την αποκαλούν στα τουρκικά ΜΜΕ και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ) υπερβαίνοντας κάθε έννοια της «ελληνοτουρκικής φιλίας».
Οι μνήμες της Ιστορίας είναι αποσιωπημένες, αλλά υπαρκτές, όπως το άρωμα της Ελλάδας που φέρνουν στο φως οι τουρκικές ανασκαφές και αποδεικνύουν τις βαθιές, πανάρχαιες ρίζες των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Ρίζες που προκαλούν φόβο στους Τούρκους και τώρα. Γι’ αυτό δείχνουν δυσανεξία στα απομεινάρια των «ελληνόσπορων», των απογόνων δηλαδή εκείνων τους οποίους καυχώνται ότι «πέταξαν στη θάλασσα του Αιγαίου».
Να εξαφανιστούν
Οι εναπομείναντες βέβαια Έλληνες μειονοτικοί από τις «Χαμένες Πατρίδες» του ελληνισμού τείνουν να εξαφανιστούν σήμερα, ειδικά στη Σμύρνη. Το γκρέμισμα της Αγίας Φωτεινής και άλλων εκκλησιών της πόλης, όπως και η μετατροπή ελληνικών εκπαιδευτηρίων σε τουρκικά, ήταν το έναυσμα που σηματοδότησε το 1922 την είσοδο του Μικρασιατικού Ελληνισμού σε εποχές βαρβαρότητας.
Εποχές βαρβαρότητας για το «μαργαριτάρι της Ανατολής», το «Μικρό Παρίσι» (όπως αποκαλούσαν Έλληνες και ξένοι την παλιά Σμύρνη), εξυμνώντας παράλληλα και άλλες κοιτίδες του ελληνισμού στη Μικρά Ασία με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμειναν αποδεκατισμένες οι γενιές των Ελλήνων κρατώντας άσβηστη την ιστορική μνήμη.
Μνήμη που «αεί θάλλει» στις καρδιές τους και τις καρδιές των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής και των απογόνων τους όπου γης… Και αυτό προκαλεί φόβο στους Τούρκους εθνικιστές και ισλαμιστές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν (σε σαφώς μικρότερο αριθμό) και οι μετριοπαθείς Τούρκοι που δεν έχουν τον φόβο των Ελλήνων. Ενίοτε μάλιστα, αν και μουσουλμάνοι, λειτουργούν σαν «κρυπτοχριστιανοί» που νοσταλγούν τη συμβίωση με τους Έλληνες και γι’ αυτό αρνούνται να ενδώσουν (υπό τη δαμόκλειο σπάθη του ερντογανικού καθεστώτος) στη διαιώνιση της ανθελληνικής προπαγάνδας σε μια πολιτικά και πολιτιστικά διχασμένη βαθιά Τουρκία.
Αυτό πάει κόντρα βέβαια στο γενικότερο κλίμα εχθροπάθειας που καλλιεργείται διαχρονικά στη γείτονα χώρα κατά των Ορθοδόξων Ελλήνων τόσο από τους Κεμαλιστές Τούρκους ηγέτες (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, CHP) όσο και από τους εθνικιστές «Γκρίζους Λύκους» του Ντεβλέτ Μπαχτσελί («Εθνικιστική Δράση», MHP), ενώ δεν πάνε πίσω και οι φανατικοί ισλαμιστές του AKP, του κόμματος του Ταγίπ Ερντογάν που κυβερνά την Τουρκία πάνω από εικοσαετία.
Η αγωνία
Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ο Τούρκος πρόεδρος είχε αυτοπροσδιοριστεί το 2018 πρώτα ως μουσουλμάνος και μετά ως Τούρκος («Έχουμε μόνο μια έγνοια, Ισλάμ, Ισλάμ, Ισλάμ»), πράγμα που επιβεβαίωσε και προ μηνών (Φεβ 2024) με αποδέκτες τους διαφοροποιημένους θρησκευτικά Τούρκους μουσουλμάνους (Σουνίτες και Σιίτες): «Όποιος έχει εχθρότητα προς τη Σαρία, έχει εχθρότητα προς το Ισλάμ». Λόγος κρυμμένης αγωνίας ενός σαλαφιστή (υπερσυντηρητικού μουσουλμάνου) ο οποίος ανησυχεί στον ίδιο βαθμό για τη «διάλυση» του ισλαμικού κόσμου, όσο και για την ευόδωση των σχεδίων που κυοφορεί το αναθεωρητικό και αλυτρωτικό δόγμα της τουρκικής γεωπολιτικής (Mavi Vatan), γνωστό ως «Γαλάζια Πατρίδα».
Έτσι ο Ταγίπ Ερντογάν εκδηλώνει περιοδικά (στα 21 χρόνια πρωθυπουργίας και προεδρίας του) -πότε συγκαλυμμένα και πότε απροκάλυπτα- το μένος του για τον ελληνισμό, σε κάθε αφορμή πολιτικού, ιστορικού, πολιτιστικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα, καθώς ο «α λα Τούρκα» νέο-ισλαμισμός επεμβαίνει πλέον παντού. Επεμβαίνει παντού προκαλώντας την ιστορική μνήμη των Ελλήνων (οικειοποίηση βυζαντινού δικέφαλου αετού τον Οκτώβριο του 2021 μετά την οικειοποίηση μνημείων-συμβόλων του Βυζαντίου και της Ορθοδοξίας με τη δικαιολογία ότι έγιναν κτήμα της Τουρκικής Δημοκρατίας από τη στιγμή της Άλωσης και της πτώσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (1453).
Με δεδομένα τα ιστορικά τραύματα στις σχέσεις Ελλήνων μειονοτικών-Τούρκων (στα οποία προστέθηκε η τραυματική εμπειρία του τουρκικού πογκρόμ των Σεπτεμβριανών κατά της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας της Πόλης και τα ανθελληνικά μέτρα του 1964-1965 με συνέπεια τη δραματική μείωση των ομογενών μας εκεί από 80.000 σε 30.000), το φυσικό επακόλουθο που θα περίμενε κανείς είναι η αίσθηση παντοδυναμίας των γειτόνων μας έναντι της συρρικνωμένης στο ελάχιστο ελληνορθόδοξης μειονότητας. Θα περίμενε να τη νιώθουν, αλλά δεν τη νιώθουν αυτήν την παντοδυναμία, κατά τόπους κυρίως. Και αυτό επειδή η καχυποψία (με επίκεντρο τη Σμύρνη) τους κάνει να αισθάνονται ανασφαλείς σε θρησκευτικό αρχικά επίπεδο.
Ταυτότητα
Ανασφαλείς για όσα ανησυχητικά παρατηρούνται στην «Γκιαούρ Ιζμίρ», παρά το γεγονός ότι η Τουρκία -αν και πολυεθνικό, πολυθρησκευτικό και πολυπολιτισμικό κράτος- εξακολουθεί να έχει ταυτότητα ισλαμική. Ισλαμική με σταδιακά αποχρωματισμένη και μειωμένη όμως στη Σμύρνη την πίστη των Τούρκων στο Ισλάμ. Κάτι που είχε αναστατώσει από δεκαετίας και βάλε τους θρησκευτικούς ηγέτες της Τουρκίας και ειδικά τον Τούρκο θεολόγο, Mehmet Görmez (17ο πρόεδρο των Θρησκευτικών Υποθέσεων και του Ινστιτούτου Ισλαμικής Σκέψης της Τουρκίας στην επταετία 2010-’17), όπως έδειξαν τα λόγια του στη συνέντευξή του στον τουρκικό Τύπο το ’13 από το ξενοδοχείο «Termal Otel» της Σμύρνης.
Ας σημειωθεί, ενημερωτικά, ότι το θέμα της ολιγοπιστίας στο Ισλάμ των κατοίκων της Σμύρνης ήρθε προς συζήτηση απ’ τις θρησκευτικές Αρχές της Τουρκίας το 2000, επί κυβέρνησης Μπουλέντ Ετσεβίτ (πρωθυπουργού-εισβολέα στην Κύπρο το 1974). Τότε, μάλιστα, παράγοντες του ισλαμικού κόμματος «Φαζιλέτ» («Κόμμα της Αρετής»-Fazilet Partisi, τουρκιστί, FP) είχαν χαρακτηρίσει τη Σμύρνη «Gavur İzmir», λόγω ακριβώς της έντονης απροθυμίας, απιστίας και αποστροφή των κατοίκων της να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ισλαμικής παιδείας.
Δεκατρία χρόνια αργότερα, επί πρωθυπουργίας και προεδρίας Ταγίπ Ερντογάν, το θέμα δεν είχε λυθεί ακόμα αναγκάζοντας τον Mehmet Görmez να λάβει μέτρα ειδικά για την πόλη αυτή. Έτσι αποφασίστηκε τότε ο διορισμός νέου μουφτή και αναβάπτιση των ισλαμιστών στα ανακαινισμένα από το κράτος τζαμιά της πόλης, ενώ προγραμματίστηκε πύκνωση των μαθητών στα θρησκευτικά κατηχητικά σχολεία με στόχο τον προσανατολισμό τους στις βασικές αρχές και τον μυστικισμό του Ισλάμ.
Ωστόσο και πάλι ήταν απογοητευτικά τα αποτελέσματα, καθώς το θέμα της άρνησης των Τούρκων κατοίκων της Σμύρνης να αποδεχτούν το Ισλάμ για θρησκεία τους δεν έλεγε να κλείσει, μετατρέποντας τις ανησυχίες των θρησκευτικών ηγετών της Τουρκίας και του ίδιου του Ερντογάν σε… μεταφυσικές. Ανησυχίες οι οποίες μετατράπηκαν συν τω χρόνω σε διαμορφωμένη αντίληψη ότι οι Τούρκοι της Σμύρνης διακατέχονται από ισλαμοφοβία, σε βαθμό να δίνουν την εντύπωση ότι έχουν εμποτιστεί απ’ τον ίδιο φόβο που είχαν περάσει στους διωκόμενους Έλληνες μετά την Μικρασιατική Καταστροφή οι πρόγονοί τους, διώκτες των Ρωμιών της πόλης και πυρπολητές των σπιτιών τους.
Εφημερίδα Απογευματινή