Η φαινομενική δυνατότητα συνεργασίας καταρρέει, όταν εξετάσουμε τις δομικές παραμέτρους ισχύος και τον διαφορετικό προσανατολισμό των δύο δρώντων στο υπό διαμόρφωση διεθνές σύστημα (Mearsheimer, 2014). Η δυνατότητα αυτή θα εξεταστεί παρακάτω, μέσα από τις παραμέτρους ισχύος, τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό και τις συστημικές δυναμικές.
Η Τουρκία επιδιώκει τη μετάβασή της από μεσαία σε αναδυόμενη μεγάλη δύναμη, εξελισσόμενη από περιφερειακό δρώντα σε πόλο ηγεμονίας με ικανότητα παρέμβασης στο διεθνές σύστημα. Η άνοδός της καθορίζεται από τρεις μεταβλητές: Πρώτη, τον πληθυσμό, δεύτερη, την οικονομική ισχύ, τρίτη, τη στρατιωτική ισχύ, σε συνδυασμό με τη γεωγραφική της θέση. Αυτές οι μεταβλητές, ενισχυμένες από έντονο αναθεωρητισμό και ενεργητική προβολή ισχύος, συνοδεύονται από δύο κρίσιμες πρωτοβουλίες: α) το σχέδιο της Διώρυγας της Κωνσταντινούπολης, που επιχειρεί να παρακάμψει τη Συνθήκη του Μοντρέ και β) τη φιλοδοξία απόκτησης πυρηνικού οπλοστασίου, υπό το πρόσχημα της φθηνής ενέργειας μέσω πυρηνικών εργοστασίων. Αυτές οι κινήσεις την οδηγούν σε μεσοπρόθεσμη αντιπαράθεση με το Ισραήλ και μακροπρόθεσμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σε αντίθεση
Ουσιαστικά, η αύξηση της στρατηγικής μάζας της Τουρκίας και η διεύρυνση της επιρροής της, τη φέρνουν σε αντίθεση με την αρχιτεκτονική ασφαλείας της Ουάσινγκτον στην Ανατολική Μεσόγειο, μέρος της οποίας αποτελεί η Ιερουσαλήμ. Σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, η σύγκρουση δεν είναι περιστασιακή, αλλά συστημική. Από τη μια πλευρά, η Ουάσινγκτον εκφράζει τον Δυτικό Συνασπισμό ως ενιαίο στρατηγικό σύστημα, ενώ από την άλλη η Άγκυρα, έχοντας πλέον διολισθήσει στην «Γκρίζα Ζώνη», με το βλέμμα στραμμένο προς την Ευρασία, συγκρούεται δομικά με αυτό το πλαίσιο. Οι δύο δρώντες ανταγωνίζονται για τον έλεγχο των θαλάσσιων και ενεργειακών διαδρόμων, δοκιμάζοντας τη συνοχή του δυτικού μπλοκ και καθορίζοντας ποιος θα αναδειχθεί σε κεντρικό άξονα στο υπό διαμόρφωση διεθνές σύστημα.
Το διεθνές σύστημα μετασχηματίζεται από μονοπολικό σε Δικεντρικό Πολυπολικό (τρέχουσα συγκυρία) με δύο κύρια κέντρα ισχύος: το δυτικό μπλοκ με πυρήνα τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους και το ανατολικό μπλοκ με τον Άξονα του Παγκόσμιου Νότου υπό τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν (και Βόρεια Κορέα). Ανάμεσά τους εκτείνεται η «Γκρίζα Ζώνη», στην οποία εντάσσονται τα swing states, κράτη που κινούνται μεταξύ Ανατολής και Δύσης με συνεχείς γεωπολιτικούς ελιγμούς. Σε αυτό το πλαίσιο, η Άγκυρα, ως τυπικό swing power, επιδιώκει αυτόνομο γεωπολιτικό ρόλο μέσω ελιγμών, όπως η αγορά S-400 από τη Ρωσία, παρά τις δυτικές πιέσεις και η συμμετοχή σε πρωτοβουλίες, όπως το Belt and Road με την Κίνα.
Απώλεια ηγεμονίας
Οι Ηνωμένες Πολιτείες χάνουν σταδιακά την παγκόσμια ηγεμονία τους, ενώ η Τουρκία δεν αρκείται πλέον σε έναν υποστηρικτικό ρόλο στη Δύση, αλλά επιδιώκει να αναδειχθεί σε αυτόνομο γεωπολιτικό παράγοντα, με περιφερειακές και διεθνείς φιλοδοξίες. Οι φιλοδοξίες αυτές, με μαθηματική ακρίβεια, θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ηγεμονία της Ουάσινγκτον και κατ’ επέκταση στη συνοχή της δυτικής αρχιτεκτονικής, τόσο εντός του συνασπισμού, δηλαδή μεταξύ συμμάχων, όσο και εκτός, απέναντι σε αντιπάλους που υπονομεύουν την αμερικανική ισχύ.
Παρά την εντύπωση που συχνά καλλιεργείται στον δημόσιο λόγο, ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πραγματικό στρατηγικό συμφέρον να επιδιώξουν μια μόνιμη σύγκλιση Τουρκίας και Ισραήλ. Μια τέτοια εξέλιξη θα αποσταθεροποιούσε την εσωτερική ισορροπία του δυτικού συνασπισμού, αφού η Ουάσινγκτον δεν μπορεί να επιτρέψει την ανάδειξη της Άγκυρας σε ισότιμο εταίρο του Ισραήλ στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η αμερικανική στρατηγική κουλτούρα βασίζεται στην αρχή ότι το Ισραήλ παραμένει το μοναδικό, αξιόπιστο προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης στην περιοχή, παρά το γεγονός ότι επιδιώκουν να περιορίσουν τη διολίσθηση της Τουρκίας ή καλύτερα να την κρατήσουν σε ένα υποτυπώδες λειτουργικό επίπεδο για τον συνασπισμό. Η Ουάσινγκτον ανέχεται τακτικές διπλωματικές κινήσεις, αλλά δεν έχει τη δυνατότητα, ούτε την πρόθεση να ανατρέψει τη θεμελιώδη ιεραρχία που έχει οικοδομηθεί υπέρ της Ιερουσαλήμ.
Η ενεργειακή διάσταση
Η ενεργειακή διάσταση ενισχύει αυτή την απόσταση. Η Ανατολική Μεσόγειος έχει μετατραπεί σε γεωοικονομικό θέατρο, όπου ΑΟΖ και αγωγοί αποτελούν στρατηγικούς άξονες ισχύος. Το Ισραήλ επιδιώκει ασφαλή ενεργειακό διάδρομο με Ελλάδα και Κύπρο, ενώ η Τουρκία προβάλλει αναθεωρητικές αξιώσεις, που στοχεύουν στην ακύρωσή του. Η αντίθεση είναι δομική, αφού η ενεργειακή ασφάλεια του Ισραήλ ταυτίζεται με την ανάσχεση της Τουρκίας. Συχνά προβάλλεται ότι το Ισραήλ εξαρτάται ενεργειακά από την Τουρκία, λόγω της διακίνησης αζερικού πετρελαίου μέσω του αγωγού Baku-Tbilisi-Ceyhan.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για εμπορική διαμετακόμιση και όχι στρατηγική ομηρία, καθώς η Τουρκία δεσμεύεται από διεθνείς συμφωνίες να διατηρεί τη ροή, ενώ το Αζερμπαϊτζάν, στενός σύμμαχος του Ισραήλ, καλύπτει περίπου το 30%-50% των εισαγωγών αργού πετρελαίου. Το ισραηλινό φυσικό αέριο, από κοιτάσματα όπως Leviathan και Tamar, υπερκαλύπτει τις εγχώριες ανάγκες και υποστηρίζει εξαγωγές σε Αίγυπτο και Ιορδανία, ενώ το αργό πετρέλαιο προμηθεύεται από εναλλακτικούς προμηθευτές, όπως π.χ. Βραζιλία, ΗΠΑ ή χώρες του Κόλπου. Συνεπώς, ούτε η πιθανή στροφή του Ιράν προς τη Δύση, ούτε το ενεργειακό αφήγημα περί Τουρκίας αναιρούν, αντιθέτως επιβεβαιώνουν, την ασυμβατότητα των δύο δρώντων.
Εάν το καθεστώς των μουλάδων χτυπηθεί ταυτόχρονα εκ των έσω και εκ των έξω και καταρρεύσει, σενάριο εφικτό υπό την προϋπόθεση ότι το Ιράν δεν θα μετατραπεί σε πεδίο αναχαίτησης του δυτικού μπλοκ, καθώς αμφότερες (Ρωσία – Κίνα) θα προτάξουν τα συμφέροντά τους, αντί της συνοχής του ανατολικού κέντρου-συνασπισμού τους, και έτσι το Ιράν επανενταχθεί στη δυτική αρχιτεκτονική, η θέση της Τουρκίας αποδυναμώνεται περαιτέρω. Οι ΗΠΑ θα αποκτούσαν ισχυρό αντίβαρο στον αντίπαλο συνασπισμό, αντισταθμίζοντας την απουσία της Τουρκίας με μια Περσία πλέον. Σε αυτό το σενάριο, η Τουρκία μετατρέπεται από «asset» σε «liability» για τη Δύση.
Η δομική ασυμβατότητα
Η ισραηλινή κοσμοαντίληψη βλέπει την τουρκική άνοδο με πληθυσμιακή δυναμική, οικονομική ανάπτυξη, επιθετική στρατιωτική κουλτούρα και συνεχή προβολή ισχύος ως υπαρξιακή απειλή, καθώς υπονομεύει το στρατηγικό βάθος και την ασφάλειά της. Στη Μέση Ανατολή, ως σύμπλεγμα ασφαλείας, η γεωγραφική εγγύτητα εντείνει τις αλληλεξαρτήσεις, καθιστώντας τη συνύπαρξη Ισραήλ (πυλώνα της δυτικής αρχιτεκτονικής) και Τουρκίας (αναθεωρητικής δύναμης) δομικά ασύμβατη.
Ο Ρεαλισμός και η Μεταβατική Θεωρία Ισχύος υποδεικνύουν ότι η συστημική απόκλιση, σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό για γεωστρατηγικούς άξονες, ιδιαίτερα στον ενεργειακό τομέα, όπως ο έλεγχος των ΑΟΖ Κύπρου και Ελλάδας ή αγωγών όπως ο EastMed, οδηγεί σε σύγκρουση μηδενικού αθροίσματος, όπου κάθε τουρκικό κέρδος συνεπάγεται ισραηλινή ζημία και αντίστροφα.
Αυτή η θεμελιώδης αντίθεση δημιουργεί μια διαρκή κατάσταση ανταγωνισμού, αποκλείοντας κάθε προοπτική μακροπρόθεσμης σύγκλισης ή συμμαχίας, παρά μόνο για τακτικές, ευκαιριακές συνεννοήσεις, όπως μια περιορισμένη γεωοικονομική σύμπραξη για διαμετακόμιση ενέργειας ή βραχυπρόθεσμη αντιμετώπιση κοινών απειλών, με στενά όρια λόγω αντικρουόμενων φιλοδοξιών, χωρίς να αλλάζουν τη συνολική τροχιά (Luttwak, 2009). Εκτιμώ, όταν το Ισραήλ εξουδετερώσει την ιρανική απειλή, ολοκληρώνοντας τον τρέχοντα στρατηγικό του κύκλο, η Τουρκία θα αναδειχθεί ως η επόμενη κύρια πρόκληση του Ισραήλ στο υπό διαμόρφωση Δικεντρικό, Πολυπολικό Σύστημα.
Εφημερίδα Απογευματινή