Μετ’ εμποδίων εξακολουθούν -όπως φαίνεται- να λειτουργούν τα διαγνωστικά κέντρα στη χώρα μας, εξαιτίας των υπέρογκων επιβαρύνσεων που επιβάλλονται στον κλάδο. Παρά τις όποιες παρεμβάσεις έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα από το υπουργείο Υγείας, το επιχειρηματικό περιβάλλον εξακολουθεί να είναι ασφυκτικό.
Όπως εξηγεί στην «Α» ο κ. Σωκράτης Γουρλής, μέλος της διοίκησης του Ομίλου ΙΑΤΡΟΠΟΛΙΣ «τα διαγνωστικά κέντρα που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, βρίσκονται μπροστά σε σοβαρές προκλήσεις, καθώς το οικονομικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί δεν ευνοεί την επιχειρηματικότητα». Σύμφωνα με τον κ. Γουρλή, τα εισοδήματα του κλάδου περικόπτονται τουλάχιστον κατά 60% σε ορισμένες εξετάσεις, εξαιτίας των υποχρεωτικών επιστροφών και εκπτώσεων που επιβάλλονται, «γεγονός που απειλεί ευθέως τη βιωσιμότητα του κλάδου».
– Γιατί τα διαγνωστικά κέντρα και εργαστήρια διαμαρτύρονται εδώ και χρόνια για τις περικοπές που γίνονται; Δεν έχει αυξηθεί η συνολική δαπάνη του ΕΟΠΥΥ, αν σκεφτεί κανείς ότι πρόσφατα το σχετικό κονδύλι ενισχύθηκε κατά 30 εκατ. ευρώ;
Σήμερα οι επιβαρύνσεις που επιβάλλονται από την πολιτεία, ειδικά σε κάποιες εξετάσεις, ξεπερνούν ακόμη και το 60% των εισοδημάτων των επιχειρήσεων. Παρά την ενίσχυση του κλάδου με 30 εκατ. ευρώ προσφάτως, ο ιδιωτικός τομέας της διάγνωσης υποχρηματοδοτείται. Και αυτό, διότι οι ανάγκες των πολιτών για διαγνωστικές εξετάσεις είναι πολύ μεγαλύτερες από τον προϋπολογισμό που διατίθεται από τον ΕΟΠΥΥ. Άλλωστε, η δημόσια Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Γι’ αυτό και τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα είναι ουσιαστικά υποχρεωτικός «σύμμαχος» της Πολιτείας, αλλά με δυσβάστακτους όρους συνεργασίας.
– Δεν θεωρείτε ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει βελτίωση του εξοπλισμού στον δημόσιο τομέα; Άρα, δεν μπορούν οι πολίτες να εξυπηρετηθούν καλύτερα στο ΕΣΥ;
Τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα εξακολουθούν να καλύπτουν σήμερα πάνω από το 90% των ασθενών της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, εξαιτίας της αδυναμίας του δημόσιου συστήματος υγείας που συνεχίζει και υφίσταται. Το πρόβλημα στον δημόσιο τομέα σχετίζεται κυρίως με την πρόσβαση των ασθενών, ενώ αντίθετα στον ιδιωτικό τομέα οι πολίτες κλείνουν ραντεβού άμεσα και εξυπηρετούνται σε ταχύτατο χρόνο, και μάλιστα υπό άρτιες συνθήκες και με τα πιο σύγχρονα μηχανήματα. Γι’ αυτό εξάλλου και ο ΕΟΠΥΥ κάνει συμβάσεις με τον κλάδο μας.
Όμως, παρά το γεγονός αυτό, η κυβέρνηση εξακολουθεί να υποχρηματοδοτεί τον συγκεκριμένο τομέα. Ένα φαινόμενο βέβαια που υπάρχει εδώ και χρόνια. Το πρόβλημα γιγαντώθηκε εν μέσω πανδημίας, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού υποχρεώθηκε να απευθυνθεί στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα, προκειμένου να εξυπηρετηθεί. Και αυτό είναι πρόβλημα, καθώς -ενώ αυξήθηκε η κίνηση στον ιδιωτικό τομέα- δεν αυξήθηκε αντίστοιχα η δαπάνη.
Να θυμίσω ότι σήμερα, μέσω του ΕΟΠΥΥ, η πολιτεία καλύπτει εξετάσεις μέχρι 500 εκατ. ευρώ ετησίως για τους περίπου 10 εκατ. ασφαλισμένους του Οργανισμού, αλλά οι ανάγκες είναι πολύ μεγαλύτερες. Όσες εξετάσεις πραγματοποιηθούν πάνω από το συγκεκριμένο ποσό που αποτελεί τη δαπάνη για τη συγκεκριμένη κατηγορία, δεν αποπληρώνονται από τον ΕΟΠΥΥ, αλλά αντίθετα καταβάλλονται από τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα.
– Το υπουργείο Υγείας είχε ανακοινώσει μέτρα για τον περιορισμό της… προκλητικής ζήτησης και της υπερσυνταγογράφησης εξετάσεων. Δεν είχαν αποτέλεσμα;
Το υπουργείο Υγείας αναγκάστηκε να εφαρμόσει οριζόντια μέτρα σε όλο τον κλάδο για τη συνταγογράφηση κυρίως, επειδή δεν γίνονταν έλεγχοι από τον ΕΟΠΥΥ. Εφαρμόστηκε ο λεγόμενος «μεσοσταθμικός δείκτης». Πρόκειται για τον δείκτη που θέτει όρια στον αριθμό των εξετάσεων ανά ΑΜΚΑ ασθενούς, ανά γεωγραφική περιοχή, αλλά και ανά διαγνωστικό κέντρο. Αποτέλεσμα όμως ήταν να πληγεί όλη η αγορά της διάγνωσης, αντί να γίνουν στοχευμένοι έλεγχοι παραβατικότητας από τον ΕΟΠΥΥ, ώστε να εντοπισθούν οι πλασματικές εξετάσεις που χρεώνονται αλλά δεν πραγματοποιούνται ποτέ.
Χαρακτηριστικό είναι ότι μετά τα μέτρα για τον περιορισμό της συνταγογράφησης σε συνδυασμό με το πρόγραμμα «Προλαμβάνω» που πληρώνεται κατ’ ευθείαν από την ΗΔΙΚΑ, οι επιβαρύνσεις (clawback) στις βιοχημικές εξετάσεις (εξετάσεις αίματος) για τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο μειώθηκαν στο 26% από 50% που ήταν το 2024. Ωστόσο, στις απεικονιστικές εξετάσεις οι επιβαρύνσεις παραμένουν ιδιαίτερα υψηλές για τον κλάδο, τη στιγμή μάλιστα που πρέπει κανείς να επενδύει και σε σύγχρονα μηχανήματα και στη συντήρησή τους. Έτσι, παρά τα μέτρα, οι υποχρεωτικές περικοπές ξεπέρασαν το 45%.
Εφημερίδα Απογευματινή