Ο διεθνούς φήµης Ελληνας τενόρος σίγουρα δεν χρειάζεται συστάσεις. Από νωρίς έδειξε ότι η φωνή του είχε δυνατότητες πολύ ανώτερες από αυτές που απαιτεί το απλό θέατρο πρόζας ή ακόµα και το µουσικό θέατρο. Το 1993 ήταν ο πρώτος Ελληνας που κέρδισε στον ∆ιεθνή ∆ιαγωνισµό Οπερας Παβαρότι στη Φιλαδέλφεια. Εκτοτε παίρνει πρωταγωνιστικούς ρόλους και δίνει συναυλίες -µεταξύ άλλων- στη Σκάλα του Μιλάνου, στο Κόβεντ Γκάρντεν, στη Νέα Οπερα της Μόσχας, στο Whitehall Palace, στο Royal Albert Hall. Επιπλέον, έχει ακολουθήσει σηµαντική καριέρα και στο ελαφρό τραγούδι, το µιούζικαλ και την αρχαία τραγωδία.
Εδώ, ο Μάριος Φραγκούλης, σε µια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στην «Κυριακάτικη Απογευµατινή», µε αφορµή τις χριστουγεννιάτικες συναυλίες που ετοιµάζει µε τον Γιώργο Περρή, µιλά για το πώς ξεκίνησε, τις µεγάλες στιγµές της καριέρας του, την καθοριστική σχέση του µε τον Μίκη Θεοδωράκη, το µάθηµα που πήρε από τον Πλάθιντο Ντοµίνγκο, το µυστικό της αξίας του ελληνικού τραγουδιού και τους νέους καλλιτέχνες στους οποίους πιστεύει πάρα πολύ…
Θα έχουµε την ευκαιρία να σας απολαύσουµε για δύο βραδιές µε τον Γιώργο Περρή (στις 22 και 23.12, στο θέατρο «Παλλάς»). Τι έχουµε να περιµένουµε από αυτήν την εορταστική µουσική σύµπραξη;
Χαιρόµαστε πραγµατικά, γιατί έχουν γίνει κάπως σαν ένας θεσµός οι παραστάσεις αυτές µε τον Γιώργο. Είναι παραστάσεις που δίνουν χαρά, ελπίδα, αγάπη σε όλο τον κόσµο, όλων των ηλικιών, γιατί πραγµατικά είναι ένα ταξίδι µέσα από τις µεγάλες µουσικές παραστάσεις του Χόλιγουντ, του Μπρόντγουεϊ, των κινηµατογραφικών ταινιών που έχουµε αγαπήσει, της Ντίσνεϊ, της Τζούντι Γκάρλαντ, της Μπάρµπαρα Στρέιζαντ, του Φρεντ Αστέρ και, φυσικά, επιλογές από τις δισκογραφικές δουλειές µας και από το σύνολο των χριστουγεννιάτικων ηχογραφήσεών µας. Επιπλέον, έχουµε τη χαρά στην Αθήνα να δώσουµε 100 εισιτήρια στη Φλόγα, αλλά και στη UNICEF, όπου ο Γιώργος Περρής είναι πρεσβευτής.
Εχετε διαγράψει σπουδαία διεθνή καριέρα στον χώρο της όπερας, του µιούζικαλ, του θεάτρου. Υπάρχει κάποια από τις πολλές σηµαντικές στιγµές σας που ξεχωρίζετε;
Σίγουρα ήταν η πρώτη σηµαντική παράσταση που έπαιξα, το 1988 στο Λονδίνο, στο West End, όπου ερµήνευα τον Μάριο, τον πρωταγωνιστικό ήρωα στους «Αθλιους» του Βίκτορος Ουγκό. Αυτή υπήρξε µία από τις πιο δυνατές και πιο σηµαντικές στιγµές στην πορεία µου, γιατί ήµουν 22 ετών, είχα µόλις τελειώσει τη δραµατική σχολή στη σχολή Guildhall στο Λονδίνο, ήταν οι γονείς µου παρόντες και ένιωθα πολύ περήφανος. Επίσης, είναι η Σκάλα του Μιλάνου, παίζοντας τον ρόλο του Τόνι στο «West Side Story», η Επίδαυρος παίζοντας στους «Ορνιθες» µε το Θέατρο «Κουν» σε σκηνοθεσία του Γιώργου Λαζάνη, το Ηρώδειο µε το «Αξιον εστί» του Μίκη Θεοδωράκη.
Θα ήθελα να πάµε λίγο πίσω στον χρόνο, στα παιδικά σας χρόνια, όταν ήρθατε από τη Ζιµπάµπουε στην Αθήνα. Εχετε κάποια ιστορία που θα θέλατε να µοιραστείτε µαζί µας;
Η χαρά µου ήταν πολύ µεγάλη που ήρθαµε στην Ελλάδα, γιατί συνάντησα τους συγγενείς µας, τους οποίους ήξερα µόνο από κάποιες παλιές φωτογραφίες, τη θεία µου τη Λούλα (την αδερφή της µητέρας µου) µε την οποία µεγάλωσα, τον θείο µου τον Γιώργο, που στη ζωή µου ήταν τελικά ο πατέρας µου… Αυτοί οι άνθρωποι γέµισαν µε όµορφες στιγµές τα παιδικά µου χρόνια. Από εκείνους γνώρισα την κλασική µουσική, την καλή ελληνική µουσική, το έργο του Μάνου Χατζιδάκι, του Οδυσσέα Ελύτη και των σπουδαίων Ελλήνων ποιητών. Αλλά πάνω απ’ όλα αυτοί οι άνθρωποι µε µύησαν στην Ελλάδα και στην ελληνική γλώσσα. Γιατί στην Αφρική µιλούσαµε κυρίως αγγλικά. Ο πατέρας µου µιλούσε ελληνικά, αλλά ήταν τρίτης γενιάς Ελληνας γεννηµένος στην Αφρική, η δε µητέρα µου ήταν Κερκυραία, µιλούσε βέβαια ελληνικά.
Πάντως, ο Μίκης Θεοδωράκης από την αρχή σάς εµπιστεύθηκε και σας δίδαξε στο πιάνο του το «Αξιον εστί». Τι θυµάστε από εκείνες τις στιγµές;
Θυµάµαι τις ιστορίες που µου έλεγε ο Μίκης Θεοδωράκης και πώς συνάντησε τον Οδυσσέα Ελύτη και τι σηµασία είχαν για εκείνον τα τραγούδια αυτά: πόσο σηµαντικός είναι ο λόγος στο έργο αυτό. Οι άνθρωποι τα είχαν βιώσει αυτά τα συγκλονιστικά που αναφέρονται: ο Μάνος Κατράκης είχε ζήσει πραγµατικά σκηνές, όπως αυτό που λέει ότι «η ψείρα είχε ανέβει µέχρι το γόνατο». Είναι ένα από τα έργα που είχα τη χαρά να δουλέψω µε τον Μίκη Θεοδωράκη, νότα προς νότα, λέξη προς λέξη, να καταλάβουµε ακριβώς τι είναι το κείµενο, τι είναι αυτό που δίνουµε στο κοινό. Είχε και µια αιρετική άποψη ο Μίκης: ότι λαϊκός τραγουδιστής δεν είναι µόνο εκείνος που έχει λαϊκή φωνή, αλλά αυτός που έχει απήχηση στον λαό. Ηταν υπέροχες εµπειρίες αυτές µαζί του: όταν πήγαινα στο σπίτι του, µε την Ακρόπολη από πίσω του, και συζητούσαµε για τους µεγάλους ποιητές. Εκείνος έπλασε αυτό που λέµε σήµερα έντεχνο τραγούδι. Εντεχνο τραγούδι σηµαίνει να τραγουδάς πάνω στην ποίηση. Κανένας καλλιτέχνης µέχρι τότε δεν είχε σκεφτεί αυτό το σπουδαίο πράγµα. Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις είναι οι δύο µεγάλοι συνθέτες που έγραφαν πάνω σε ποίηση και την έφεραν στα χείλη ολωνών.
Είστε διεθνώς αναγνωρισµένος. Ποιο είναι το καλύτερο που ακολουθεί µία τέτοια αναγνώριση; Και ποιο είναι το χειρότερο τίµηµα της επιτυχίας;
Θεωρώ ότι δεν έχω θυσιάσει τίποτα. Γιατί όταν αγαπάς κάτι τόσο πολύ και πραγµατικά θεωρείς ότι αυτό που κάνεις είναι αυτό που αγαπάς, είναι το µεγαλύτερο δώρο που σου έχει δώσει η ζωή και η φύση και ο Θεός ο ίδιος. ∆ηλαδή δεν µπορείς να µην είσαι ευτυχισµένος. Απλά σίγουρα χάθηκαν πολλές στιγµές από την οικογένεια, πολλές στιγµές µε κάποιους πολύ αγαπηµένους ανθρώπους. Επίσης, στη σχέση σου δεν είσαι πάντα εκεί. Αλλά όταν υπάρχει η πραγµατική αγάπη θα βρεθεί ο χρόνος και ο τρόπος να είσαι µε τους ανθρώπους που αγαπάς.
Τι συµβουλή θα δίνατε στον νεαρό Μάριο Φραγκούλη που µόλις τώρα ξεκινά την καριέρα του; Ποια λάθη ενδεχοµένως θα αποφεύγατε, θα κάνατε κάτι διαφορετικά;
Η αλήθεια είναι ότι δεν θα έκανα τίποτα διαφορετικό, γιατί θεωρώ ότι δούλεψα πάρα πάρα πολύ. Ο κόσµος πολλές φορές θεωρεί ότι βγαίνεις, τραγουδάς, παίρνεις πολλά λεφτά και είσαι διάσηµος. ∆εν είναι τόσο απλό. Πρέπει να δουλέψεις πολύ και να µάθεις να λες πολλά όχι, γιατί η καριέρα δεν στήνεται µε τα ναι. Οταν αρχίσεις και γίνεσαι λίγο πιο γνωστός εκεί είναι που πρέπει να πεις πολλά όχι. Πρέπει να αποσύρεσαι σιγά σιγά και να µελετάς ακόµα περισσότερο και να βλέπεις τι συµβαίνει γύρω σου, να αφοσιώνεσαι σε αυτό που κάνεις, να µαθαίνεις γλώσσες, να ακούς περισσότερα πράγµατα, να ταξιδεύεις. Εχει πολύ µεγάλη σηµασία να βλέπεις τι συµβαίνει στον κόσµο και τι συµβαίνει στην πολιτική αυτή τη στιγµή. ∆ηλαδή, δεν µπορείς να είσαι απλά ένας τραγουδιστής. Πρέπει να είσαι µέσα στα πράγµατα. Πρέπει να βλέπεις συνεχώς τι συµβαίνει τώρα. Και τι µπορείς να µάθεις από τα νέα παιδιά. Τι µπορείς να µάθεις από τους νέους δασκάλους. Πώς µπορούµε να προχωρήσουµε στη ζωή µας µπροστά.
Υπάρχει όλα αυτά τα χρόνια πορείας κάποια συνεργασία που σας προχώρησε στην τέχνη σας και θα θέλατε να αναφερθείτε ιδιαίτερα σε αυτήν;
Σίγουρα ο Πλάθιντο Ντοµίνγκο, ο σπουδαίος τενόρος. Γιατί έχουµε πραγµατοποιήσει τρεις συναυλίες µαζί και από την πρώτη στιγµή µού συµπεριφέρθηκε σαν να είµαι ένας συνάδελφός του µε τον οποίο έχει τραγουδήσει πολλά χρόνια µαζί. Λες και ήµασταν οι πιο αγαπηµένοι φίλοι. Και µου έκανε πάρα πολύ µεγάλη εντύπωση. Γιατί και µε όλους τους δικούς του µουσικούς και τον µαέστρο ένιωθα ότι βρίσκοµαι σε ένα πάρα πολύ φιλικό, αδερφικό -θα έλεγα- κλίµα. Λες και γνωριζόµασταν χρόνια. Ο σπουδαίος Πλάθιντο Ντοµίνγκο µού έµαθε ότι είµαστε όλοι άνθρωποι. ∆εν είµαστε ο τίτλος µας. Είµαστε όλοι συνάδελφοι καλλιτέχνες. Αυτό µου έµαθε ο Ντοµίνγκο: ότι πρέπει να είσαι ασφαλής µε τον εαυτό σου, να είσαι ισορροπηµένος ως άνθρωπος και να µπορείς να είσαι γενναιόδωρος µε τους συνεργάτες σου.
Παρ’ όλες τις πολύτιµες εµπειρίες, υπάρχει κάποια συνεργασία που θα θέλατε και δεν έγινε, κάποιο ανεκπλήρωτο όνειρο;
Ναι. Υπάρχει αυτή η αγάπη που έχω για την όπερα, η οποία βέβαια έγινε πραγµατικότητα όταν έπαιξα τον ρόλο του Πολιόνε στη «Νόρµα» πριν από δύο χρόνια, που ήταν τα 100 χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας, και ήταν για µένα µια πολύ σπουδαία στιγµή. Ηταν µια στιγµή που ονειρευόµουν από όταν ήµουν µικρό παιδί: να τραγουδήσω όπερα, να γίνω τενόρος στην όπερα. Είχα κερδίσει την υποτροφία Μαρία Κάλλας, τον διαγωνισµό Παβαρότι, την υποτροφία Ωνάση, σπούδασα µε πολύ σηµαντικούς µέντορες στην όπερα. Και έχω κάνει πολλές συναυλίες στην όπερα µε τη Μονσεράτ Καµπαγιέ, τον Ντοµίνγκο, τον Χοσέ Καρέρας. Αλλά θα ήθελα να παίξω πιο πολλούς ρόλους στην όπερα. Να µου κάνει πρόταση το Ιδρυµα Νιάρχος, να µου πει: «Μάριε, θέλουµε τα επόµενα 4-5 χρόνια να παίξεις 3-4 ρόλους». Ή στη Σκάλα του Μιλάνου, ή στη Μετροπολιταν. Να παίξω στην «Μποέµ», να κάνω τον Αλφρέδο στην «Τραβιάτα», να παίξω ίσως και τον Οθέλο µια µέρα.
Τι πιστεύετε για το ελληνικό τραγούδι µέσα στην πάροδο του χρόνου; Ποιο είναι το µυστικό της αξίας του;
Το µυστικό της αξίας του είναι ότι η Ελλάδα παράγει έργο πάντα, σε όλες τις εποχές. Υπάρχουν πολλά ταλέντα, πολύ ωραίες νέες φωνές και στιχουργοί και πολύ ταλαντούχοι σύνθετες. Και όσες παραστάσεις έχω καταφέρει να δω τελευταία, ήταν πραγµατικά καλές. Και, φυσικά, πάντα υπάρχουν οι έντεχνοι τραγουδιστές που έχουµε αγαπήσει και αγαπάµε και ακόµα παράγουν έργο. Αλλά δεν υπάρχει η στήριξη που θα έπρεπε να υπάρχει. Ούτε η κρατική στήριξη ούτε η στήριξη από τις δισκογραφικές εταιρείες είναι αυτή που θα έπρεπε. Και, δυστυχώς, οι νέοι δηµιουργοί, αυτά τα νέα παιδιά, κάνουν δύο και τρεις δουλειές. Μπορεί να είναι σερβιτόροι και να γράφουν και µερικά τραγούδια. Ή µπορούν να διδάσκουν σε ένα σχολείο και να είναι στιχουργοί. Αλλά ταλέντο σίγουρα υπάρχει. Η Ελλάδα είναι γεµάτη συναίσθηµα και γεµάτη µουσική και υπέροχο ταλέντο. ∆εν πρέπει να κοιτάµε µόνο πίσω, πρέπει να κοιτάµε και µπροστά. Και πρέπει να δίνουµε ευκαιρία στους νέους και να τους στηρίζουµε.
Κυριακάτικη Απογευματινή









