Πολύ συχνά έρχονται στο προσκήνιο σενάρια για πρόωρες εκλογές ή στις πιο αρνητικές συγκυρίες περί αναγκαστικών εκλογών. Αλλά τελικά όλα καταλήγουν σε αυτό που υποστηρίζει με συνέπεια ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης. Οι εκλογές θα γίνουν στην ώρα τους και μέχρι τότε το καλύτερο είναι ο καθένας να κάνει τη δουλειά του. Οι κυβερνητικοί τη δική τους στην προώθηση του προγραμματισμού που έχει τεθεί και στην αντιμετώπιση της διεθνούς συγκυρίας και των έκτακτων δεδομένων που έχουν προκύψει. Οι της αντιπολίτευσης στο να ανακαλύψουν και να συγκροτήσουν μια σοβαρή πολιτική προσέγγιση και να περιγράψουν ένα όραμα για τη χώρα.
Επειδή όμως τα μίντια, αλλά και τα κομματικά επιτελεία θεωρούν ως κύρια αποστολή τους να μιλούν για εκλογές, καλόν είναι να τεθούν από τώρα κάποιες κρίσιμες παράμετροι οι οποίες θα πρέπει να τους απασχολήσουν. Παράμετροι που μοιάζουν με λεπτομέρειες, αλλά τελικά θα καθορίσουν την πολιτική οπτική. Η πιο σημαντική από αυτές που θα πρέπει σίγουρα να αξιολογηθεί είναι το πόσοι Έλληνες συνηθίζουν να ψηφίζουν στις εκλογές τα τελευταία αρκετά χρόνια. Αν δούμε τους αριθμούς, είναι περίπου οι μισοί. Από αυτούς που ψηφίζουν οι περισσότεροι επιθυμούν να υπάρξει διακυβέρνηση στη χώρα, για εύλογους λόγους. Πέραν των ιδιωτικών συμφερόντων τους, θεωρούν ότι τυχόν πολιτικοί πειραματισμοί, χωρίς προϋποθέσεις και εγγυήσεις σοβαρότητας, μπορούν να επαναφέρουν την Ελλάδα σε κατάσταση καταστροφής, έτσι χωρίς προειδοποίηση, όπως συνέβη για παράδειγμα στις απαρχές της προηγούμενης δεκαετίας.
Στο 50% των Ελλήνων, πάντως, που συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία και αποφασίζουν και για το άλλο 50% -που προτιμά την καθημερινή «ανταρσία» των πληκτρολογίων ή την απάθεια ως ένδειξη απόρριψης του πολιτικού συστήματος συλλήβδην- θα απευθυνθεί ως επικεφαλής της κεντροδεξιάς ο κ. Μητσοτάκης και θα ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης για μια τρίτη τετραετία. Θα εξηγήσει τι έγινε και τι δεν έγινε από το 2019 και θα περιγράψει τον κυβερνητικό σχεδιασμό με ορίζοντα το 2030-2031. Με τον τρόπο αυτό και με εκλογική καμπάνια, τόσο αιχμής όσο και οραματική, θα ζητήσει την υποστήριξη του εκλογικού 40%, του 50% των Ελλήνων για να συνεχίσει να ασκεί πλήρους ευθύνης διακυβέρνηση. Το πιο πιθανό και με δεδομένη την εικόνα που παρουσιάζει ως προς την πολιτική της δεινότητα η πολυδιασπασμένη και ευκαιριακή Αριστερή και Δεξιά αντιπολίτευση, το πλέον πιθανό, σχεδόν βέβαιο, είναι ότι θα τύχει ο πρωθυπουργός αυτής της ψήφου εμπιστοσύνης από την πλειοψηφία των πολιτών που συμμετέχουν στις εκλογικές διαδικασίες.
Αν δούμε τις παρούσες δημοσκοπήσεις που προσομοιάζουν άλλωστε μεταξύ τους, για παράδειγμα την τελευταία της εταιρείας Interview, η Νέα Δημοκρατία αυξάνει τη θετική της εικόνα και κινείται και πάλι στη ζώνη του 30%. Με δεδομένο ότι ο κυβερνητισμός της μετά τον ανασχηματισμό έχει ενάργεια και η επιτυχία του μοντέλου της επιτρέπει θετικά μέτρα και ταμειακά αποθέματα την περίοδο από τη ΔΕΘ μέχρι και τη συζήτηση του Προϋπολογισμού του 2026, είναι προβλεπτό, εφόσον δεν έχει γεωπολιτικό ατύχημα ή κάποια απρόβλεπτη τραγωδία καιρική ή τύπου Τεμπών, να βρίσκεται στη συνήθη ζώνη επιρροής της, σε μη εκλογικούς χρόνους, του 33%-35%. Στο πεδίο της διακυβέρνησης οι ψηφοφόροι ουσιαστικά, όπως και τώρα, το 2027 θα έχουν έναν και μόνον ισχυρό υποψήφιο πρωθυπουργό: τον κ. Μητσοτάκη.
Ως προς την αντιπολίτευση έχει προκύψει μια δεύτερη κρίσιμη λεπτομέρεια. Η «κατάσταση πολιορκίας» της Ζωής Κωσταντοπούλου. Και μπορεί το επόμενο διάστημα η Πλεύση Ελευθερίας πρόσκαιρα να «ξεφουσκώσει», αλλά στην εκλογική περίοδο τίποτα δεν εμποδίζει το 60% των ψηφοφόρων να επιλέξει ως επικεφαλής της αντιπολίτευσης στο επόμενο Κοινοβούλιο την αντιδραστική και περιπετειώδη Ζωή, παίρνοντας μια «γλυκιά εκδίκηση» χωρίς ρίσκο, τόσο απέναντι στην κυρίαρχη διακυβέρνηση Μητσοτάκη όσο και απέναντι στη χαώδη «αντιπολίτευση των ανίκανων» που θα έχει πλέον ρόλο κομπάρσου.
Εφημερίδα Απογευματινή