Η επίσκεψη του Αµερικανού προέδρου στη Μέση Ανατολή και η κρίση στην σχέσεις ΗΠΑ – Ισραήλ ανέδειξε µε συµπυκνωµένο τρόπο το πόσο σύνθετη είναι η διεθνής πολιτική. Η συγκεκριµένη συγκυρία εµπεριέχει µερικά από το πιο εµβληµατικά στοιχεία της σχετικής «βιβλιογραφίας»:
Μία από τις πιο περίπλοκες περιοχές του κόσµου, το µεσανατολικό πεδίο, ή ακόµα καλύτερα τη ΜΕΝΑ (Middle East – North Africa) και την Ανατολική Μεσόγειο.
Τον στενότερο σύµµαχο των ΗΠΑ των τελευταίων δεκαετιών, για τον οποίο οι Αµερικανοί δεσµεύονται µε τις ισχυρότερες εγγυήσεις ασφαλείας, το Ισραήλ.
Ενα µεγάλο έργο, πλανητικών διαστάσεων που αποτελεί τον γεωοικονοµικό πολιορκητικό κριό των ΗΠΑ για την εµπορική και οικονοµική ανάσχεση της Κίνας, τον µεγάλο εµπορευµατικό και ενεργειακό διάδροµο IMEC.
Τα πιο βαθιά πορτοφόλια του κόσµου, τις πετρελαιοµοναρχίες του Κόλπου, µε τις οποίες οι ΗΠΑ διατηρούν µία πολύπλοκη και ενίοτε αντιφατική σχέση.
Την Αµερική σε µία περίοδο όπου παραµένει µεν το ισχυρότερο κράτος στον κόσµο, αλλά έχει απολέσει τη µονοπολική στιγµή, όταν µπορούσε µονοµερώς και άνευ ετέρου να επιβάλει τη βούλησή της σε όλα τα πλάτη και µήκη της Γης. Το περιέγραψε ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούµπιο, λέγοντας ότι υπάρχουν πλέον και άλλοι αναδυοµένοι ή ήδη υπαρκτοί πόλοι, τους οποίους οι ΗΠΑ δεν µπορούν να αγνοήσουν.
Επίσης, οι ΗΠΑ βρίσκονται σε δύσκολη οικονοµική κατάσταση, µε το χρέος να έχει εκτοξευθεί σε πρωτοφανή επίπεδα και το δίδυµο εµπορικό και δηµοσιονοµικό έλλειµµα να προκαλεί διαρκή αιµορραγία.
Ολα αυτά µε δύο ανοιχτούς πολέµους, ο ένας στην Ουκρανία, στην καρδιά της Ευρώπης, και ο άλλος στην πολυκεντρική σύγκρουση στη Μέση Ανατολή. Στην προσπάθειά της να απενεργοποιήσει τα πολεµικά µέτωπα ώστε να επικεντρωθεί στην αντιµετώπιση της Κίνας και προκειµένου να αποκτήσει πρόσβαση σε κρίσιµες πρώτες ύλες, η νυν αµερικανική ∆ιοίκηση κάνει ανοίγµατα σε αυτούς που θεωρούνται -και όντως είναι- αντίπαλοι των ΗΠΑ και της ∆ύσης συνολικά
. Και που µέχρι πρότινος η ίδια η Αµερική τούς είχε στην κορυφή της λίστας των απειλών για τα συµφέροντα και την ασφάλειά της. Αυτό έχει θορυβήσει το Ισραήλ, διότι βλέπει µία σειρά από κινήσεις, οι οποίες υπονοµεύουν και τη δική του ασφάλεια, όπως η προσέγγιση της Ουάσινγκτον µε το Ιράν µε όρους που θεωρείται ότι δεν εξασφαλίζουν τον περιορισµό της επιθετικότητας και των δυνατοτήτων του, πυρηνικών και άλλων. Ακόµα χειρότερο για το Ισραήλ -και θα έπρεπε και για εµάς- είναι τα ανοίγµατα προς την Τουρκία, η φαινοµενική τουλάχιστον απόδοση διευρυµένου ρόλου και η αποφόρτιση των σχέσεων Ουάσινγκτον – Αγκυρας, που παρέµειναν επιβαρυµένες ήδη από την πρώτη θητεία Τραµπ και καθόλη τη διακυβέρνηση Μπάιντεν. Το τι πραγµατικά έχει κερδίσει µέχρι τώρα η Τουρκία σε σχέση µε τους στόχους της στη Συρία και ευρύτερα στην περιοχή είναι προς συζήτηση, διότι τα πράγµατα είναι πιο σύνθετα απ’ ό,τι συχνά παρουσιάζονται. Αλλά αυτή είναι µια ξεχωριστή κουβέντα την οποία θα κάνουµε σε επόµενο άρθρο.
Επιπλέον τα ήξεις αφήξεις µε την αντιµετώπιση της «Χαµάς», η συµφωνία µε τους Χούθι, που περιορίστηκε στην προστασία των αµερικανικών πλοίων, αφήνοντας εκτός τις πυραυλικές επιθέσεις κατά του Ισραήλ. Οπως και η φερόµενη πρόθεση των ΗΠΑ να προχωρήσουν σε συµφωνία ακόµα και µε τους Ταλιµπάν για να επανέλθουν στη βάση τους στο Αφγανιστάν. Ολα αυτά έχουν δηµιουργήσει την αίσθηση ότι η Ουάσινγκτον στην παρούσα φάση έχει εγκαταλείψει σταθερές της πολιτικής της, επιδιώκοντας συµφωνίες µε τους εχθρούς, έστω και εις βάρος των συµµάχων της. Μακροσκοπικά µπορεί κάποιος να διακρίνει µια στρατηγική απόσπασης κρίσιµων κρίκων από την κινεζική επιρροή.
Αυτό όµως δεν σηµαίνει ότι σε τακτικό και µεσοπρόθεσµο επίπεδο δεν στέλνονται λάθος µηνύµατα, τη λάθος ώρα, σε λάθος αποδέκτες, οι οποίοι έχουν τη δική τους ατζέντα και καθοδηγούνται από βαθιά γεωπολιτικά κίνητρα, εκµεταλλευόµενοι τα deals που προσφέρουν οι Αµερικανοί εις βάρος τους και εναντίον σταθερών εταίρων και συµµάχων των ΗΠΑ. Θα επανέλθουµε µε ανάλυση των επιµέρους περιπτώσεων.
Κυριακάτικη Απογευματινή