Την ώρα που εντός συνόρων -άλλοτε απολύτως δικαιολογημένα και άλλοτε εξαιτίας της… μόνιμης ραστώνης που μας διακρίνει εν πολλοίς ως κοινωνία- έχουμε στραμμένη την προσοχή μας σε άλλα μέτωπα και καταστάσεις, στην ευρύτερη γειτονιά μας κορυφώνεται ένα πολύπλοκο γεωστρατηγικό παιχνίδι, το οποίο εξελίσσεται εδώ και πολλά χρόνια και πλέον εισέρχεται στην κρισιμότερη φάση του (μέχρι την επόμενη). Από τη μια το Ρωσοουκρανικό, από την άλλη η ενίοτε ανερμάτιστη εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και στη μέση μία υπερδύναμη, η οποία με φόντο τον ανταγωνισμό της κυρίως με την Κίνα, αλλά και πολλές άλλες παραμέτρους, που δεν είναι της παρούσης, επιδιώκει να δώσει ένα πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της και ανεξήγητο μέχρι νεωτέρας στίγμα.
Κάπου εκεί στην εξίσωση μπαίνουμε και εμείς. Ο παράγων Ελλάδα, η οποία όλα αυτά τα χρόνια αναγνωρίζεται ως ο πιο σταθερός και σοβαρός εταίρος της Δύσης σε μια περιοχή που φλέγεται, γεγονός που της εξασφαλίζει διπλωματική ισχύ και περαιτέρω καλλιέργεια των παραδοσιακών συμμαχιών της αλλά και διπλωματική επιρροή σε μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα που μας ενδιαφέρουν. Οι εν λόγω παραδοχές, παρά τις ενστάσεις που θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς κατά καιρούς, συνιστούν δίχως αμφιβολία την απόλυτη βάση γύρω από την οποία θα πρέπει να κινηθεί η χώρα στην παρούσα συγκυρία αλλά και τα επόμενα χρόνια σε αυτό το περιβάλλον διεθνούς ρευστότητας. Ένα περιβάλλον που κρύβει κινδύνους πράγματι αλλά και πολλές ευκαιρίες, τις οποίες θα εκμεταλλευτούμε αν υπάρχει σοβαρότητα, στοχοπροσήλωση και σίγουρα όχι κορόνες του παρελθόντος ή ανέξοδες και ανούσιες δήθεν εθνικές εξάρσεις, οι οποίες δεν ισοδυναμούν με τίποτε άλλο παρά με μια μορφή λαϊκισμού εξίσου επικίνδυνου με τις αριστερόστροφες εκδοχές του.
Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι τοποθετήσεις στις οποίες προχωρά κατά το δοκούν ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος θυμάται το δεξιάς φυσιογνωμίας πολιτικό προφίλ του κάθε φορά που επιθυμεί να υπενθυμίσει την παρουσία του ως βουλευτή Μεσσηνίας. Βλέπετε, ως πρώην πρωθυπουργός ήταν από τους πλέον μειλίχιους σε ό,τι αφορά τα εθνικά θέματα και δη τα Ελληνοτουρκικά. Αναρωτιέμαι πραγματικά αν οι ατάκες περί μειοδοσίας ή απουσίας από τα κέντρα αποφάσεων έχουν κάποιο περιεχόμενο που να παραπέμπει σε κάποια εναλλακτική πρόταση είτε σχετικά με τη διπλωματική προσέγγιση της Αθήνας είτε συνολικά για τη διακυβέρνηση της χώρας. Η απάντηση είναι «όχι». Φαντάζομαι ότι και ο ίδιος ο Σαμαράς γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα πως σε αυτού το είδους το πεδίο η ΝΔ δεν μπορεί να απολέσει δυναμική από κανένα κόμμα της Κεντροαριστεράς, πολλώ δε μάλλον με τη σημερινή εικόνα τους, ενώ τα δεξιά κόμματα διαμαρτυρίας φαίνεται πως πήραν ό,τι είχαν να πάρουν σε επίπεδο δημοσκοπικής καταγραφής. Είναι σαφές ότι όσο ο Μεσσήνιος θυμίζει πολύ Λατινοπούλου και ακόμη περισσότερο Βελόπουλο, και όσο αφήνει το γινάτι του να τον καθοδηγεί, όχι μόνο δεν θα πλήττει το κυβερνών κόμμα (το οποίο έπειτα από κάθε παρέμβασή του ανεβαίνει μισή μονάδα τουλάχιστον), αλλά αντίθετα θα κάνει κακό μόνο στην προσωπική του υστεροφημία.
Εκτός από τα συγκεκριμένα παραδείγματα έχουμε και ορισμένες ακραίες και ως συνήθως εκτός τόπου και χρόνου αριστερές φωνές, οι οποίες ζητούν διαχρονικά να αλλάξουμε ρότα και να κινηθούμε πέρα από κάθε λογική. Είναι εκείνοι που εξαιτίας όσων συμβαίνουν στη Γάζα -και καταδικάζει απερίφραστα κάθε σώφρων νους από την Ανατολή μέχρι τη Δύση και από τον Βορρά μέχρι τον Νότο- επιθυμούν να τινάξουμε στον αέρα τη θεμελιώδη για την Αθήνα γεωστρατηγική συμπόρευση με το Ισραήλ σε μια σειρά από κομβικά ζητήματα, την οποία, για να μην ξεχνιόμαστε, υπηρέτησαν όλες οι κυβερνήσεις από το 2010 και μετά, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του Αλέξη Τσίπρα. Η μία περίπτωση οφείλει να αποσυνδεθεί -και ορθώς αποσυνδέεται από την κυβέρνηση- από την άλλη, καθώς μια χώρα με τη δική μας παράδοση στο κομμάτι των ηθικών αξιών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα πρέπει να παίρνει σαφή θέση σε καταστάσεις σαν και αυτές, ωστόσο επ’ ουδενί θα πρέπει να υπαναχωρήσουμε σε αυτή τη διπλωματική κατάκτηση που αποτελεί κομβικό χαρτί για τον ρόλο της Αθήνας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Άλλωστε, το σύνολο των εμπνευστών και των εκφραστών των απόψεων αυτών είναι οι ίδιοι που δείχνουν σε κάθε ευκαιρία τις ιδεοληψίες που οδηγούν τη σκέψη τους και οι οποίες δημιουργούν χώρους για την ανάπτυξη ανθρώπινων συναισθημάτων για οτιδήποτε συμβαίνει στον πλανήτη, αρκεί όμως να μην υπάρχει στην εξίσωση στοιχείο ελληνικού ενδιαφέροντος. Είναι αυτοί που ορθώς αγωνιούν, έστω και επιλεκτικά, για τους Παλαιστίνιους (χωρίς να είναι και οι μοναδικοί, αφού όσο και αν το πιστεύουν δεν έχουν το αποκλειστικό προνόμιο της ευαισθησίας), αλλά ταυτόχρονα είναι εκείνοι που βάζουν στο ζύγι τη μεγαλύτερη τραγωδία του Ελληνισμού (μαζί με τη Μικρασιατική Καταστροφή), για να θυμηθούμε και τη μαύρη επέτειο της σφαγής και του ξεριζωμού των Ποντίων, και μετρούν τους νεκρούς με το σταγονόμετρο, μόνο και μόνο για να αντιταχθούν στο πανεθνικό αίτημα της διεθνούς αναγνώρισης της Γενοκτονίας. Το σύνολο των προαναφερθέντων, είτε ιδεοληπτικοί, είτε κολλημένοι σε πρόσωπα και καταστάσεις, είτε έχοντες πολιτικές στοχεύσεις, μοιραία τίθεται στο περιθώριο μιας εποχής που αλλάζει και στην Ελλάδα και όπου η ουσία και οι πραγματικές ανάγκες αντικαθιστούν όλο και πιο δυναμικά τις γραφικότητες και τις επικίνδυνες πρακτικές.
Εφημερίδα Απογευματινή