Το µεταρρυθµιστικό αφήγηµα σε βαθιά κρίση

Το µεταρρυθµιστικό αφήγηµα στις µέρες µας περνά δύσκολες ώρες
16:26 - 10 Νοεμβρίου 2025

Οπως γράφεται συχνά σε ταινίες ή σειρές µε ιστορικές αναφορές και πραγµατικά περιστατικά, κάθε οµοιότητα µε αυτά είναι συµπτωµατική. Συνεπώς, µια αναφορά στις µεταρρυθµίσεις, που έχει πολύ µεγάλη ανάγκη η χώρα, δεν έχει να κάνει µε τις τρέχουσες εξελίξεις, όπως π.χ. στα ΕΛ.ΤΑ.

Εισαγωγικά: Οι µεταρρυθµίσεις συχνά εµφανίζονται ως προνόµιο ενός και µόνο ηγέτη. Προφανώς και δεν είναι έτσι. Επίσης, συχνά µια µεταρρύθµιση συρρικνώνεται, πολιτικά
και χρονικά, σε µια ανακοίνωση τελικής απόφασης. Και αυτό είναι λάθος, τελικά στρέφεται κατά της όποιας εξαγγελλόµενης αλλαγής και ακυρώνει τις όποιες αγαθές προθέσεις.

Οσο αναγκαίες είναι οι τοµές στην κρατική µηχανή άλλο τόσο πολύπλοκες εµφανίζονται στην εφαρµογή τους. Πολύ περισσότερο σε µια χώρα, όπως η Ελλάδα, που πέρασε δεκαετίες κρατισµού, ευδαιµονίας και αλόγιστης σπατάλης, πληρώνοντας πανάκριβα το τίµηµα, µε µια δεκαετή κρίση, µε κατάρρευση των εισοδηµάτων, µε µνηµόνια, µε άνθηση του λαϊκισµού και πολιτικές ανατροπές χωρίς προηγούµενο, µεταπολιτευτικά.

Στην περίοδο της τρόικας πολλές από τις αναγκαίες αλλαγές επιβλήθηκαν «από τα πάνω». Κι αυτό γιατί δεν υπήρξε διάθεση πολιτικής συναίνεσης για την εφαρµογή ακόµα και
δυσάρεστων µέτρων. Κι αυτό επέτεινε το κλίµα άρνησης κάθε µεταρρύθµισης. Αλλά και οι κυβερνήσεις εκείνης της εποχής πλήρωσαν το τίµηµα, καθώς εµφανίστηκαν να υποχρεώνονται
να εφαρµόζουν µέτρα χωρίς τη θέλησή τους, όπως έλεγαν. Κατά την κρίσιµη αυτή φάση για τη χώρα, που κινδύνεψε να βρεθεί εκτός ευρώ, θα λέγαµε ότι υπήρξε µια φάση «αναγκαστικών
µεταρρυθµίσεων». Κάποιες από αυτές έµειναν ως κληρονοµιά στη συνέχεια, κάποιες όµως τις έφαγε το µαύρο σκοτάδι.

Η χώρα δοκιµάστηκε σκληρά από τα µνηµόνια, αλλά µε την έξοδό της από αυτά προέβαλε επιτακτική η ανάγκη περαιτέρω αλλαγών στη χώρα, για να µην ξαναγυρίσουµε στα παλιά. Η κυβέρνηση της Ν.∆. και ο πρωθυπουργός κέρδισαν τις εκλογές το 2019 -εν µέρει και το 2023- υποσχόµενοι ένα µεταρρυθµιστικό σοκ στην Οικονοµία, την Εκπαίδευση, την Υγεία. Η
λαίλαπα του κορονοϊού αλλά και η µεταναστευτική κρίση έθεσαν τη χώρα σε δοκιµασία έκτακτης ανάγκης και αναστολής των όποιων ρηξικέλευθων προγραµµάτων.

Σήµερα, η όποια συζήτηση για µεταρρυθµίσεις έχει βραχυκυκλωθεί σε µια δίνη πολιτικής αστάθειας, κοινωνικής δυσφορίας και διεθνούς ανασφάλειας. Οι «µεταρρυθµιστές» λες
και δεν ταιριάζουν στα όσα εξελίσσονται στον τόπο µας. Πολλοί πολιτικοί παράγοντες αλλά και σηµαντικό µέρος της κοινωνίας µοιάζουν να µη θέλουν ανατροπές. Σαν να επιθυµούν µια
επιστροφή στο χρυσό παρελθόν της στασιµότητας και της σπατάλης.

Παρ’ όλ’ αυτά, η ανάγκη για τις αλλαγές, πρωτίστως στην κρατική µηχανή και στις δοµές εξουσίας, παραµένει αδήριτη. Πολύ περισσότερο, θα έλεγε κάποιος, που µια τέτοια συζήτηση κρίνεται αναγκαία, καθώς βαδίζουµε σε µια διαδικασία Συνταγµατικής Αναθεώρησης, αλλά, επίσης, καθώς πλησιάζουµε και στις εκλογές του 2027, εκεί όπου θα κριθούν πολλά για το αύριο του τόπου. Βεβαίως και σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες ορισµένες από τις µεταρρυθµίσεις θα µπορούσαν να ευτυχήσουν. Ποια θα µπορούσε όµως να είναι η συνταγή της επιτυχίας;

Κατ’ αρχάς, µια µεταρρύθµιση δεν µπορεί να προωθείται «ξεκούδουνα», χωρίς δηλαδή να εντάσσεται σε ένα γενικότερο σχέδιο αλλαγών, µε έναν εύλογο χρονικό ορίζοντα υλοποίησης.
Η επεξεργασία των δεδοµένων είναι µια προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση του εγχειρήµατος, ειδικά όταν πρόκειται, για παράδειγµα, για µια επιχείρηση που «µπαίνει µέσα» και το µάρµαρο το πληρώνουν οι φορολογούµενοι. Υπό άλλες συνθήκες, το κράτος θα έπρεπε να διαθέτει στελέχη που να επεξεργάζονται έναν οδικό χάρτη υλοποίησης του εγχειρήµατος. Ωστόσο,
είτε αυτοί δεν υπάρχουν είτε παρακάµπτονται, µε αποτέλεσµα το κενό να το καλύπτουν συµβουλευτικές εταιρείες, µε επεξεργασίες όχι πάντα πετυχηµένες…

Ας υποθέσουµε όµως ότι η πρόταση είναι µελετηµένη. Εδώ συνήθως παρακάµπτονται τρία προβλήµατα. Πρώτον, το πολιτικό. Μια µεταρρύθµιση, ειδικά όταν έχει αγκάθια και δυσάρεστες πλευρές, χρειάζεται την πολιτική στήριξη του συνόλου της κυβέρνησης, αλλά και της παράταξης που κυβερνά. Αν δεν υπάρχει αυτή, τότε ξαφνικά η πιο µαχητική αντιπολίτευση εµφανίζεται… εντός της παράταξης. ∆εύτερον, απαιτείται µια επικοινωνιακή στήριξη της πρωτοβουλίας, πριν αυτή εκδηλωθεί δηµόσια. Μια ενηµέρωση «εντός των
τειχών» αλλά και µια καµπάνια όχι µόνο γι’ αυτούς που ωφελούνται, αλλά κυρίως γι’ αυτούς που θίγονται. Τρίτον, σε σχέση µε το δεύτερο, υπάρχουν αλληλοσυγκρουόµενα συµφέροντα
που υποδέχονται την όποια µεταρρύθµιση. Οι αντιτιθέµενοι µπορεί να είναι εκφραστές συντεχνιακών συµφερόντων. Μπορεί όµως να είναι κοινωνικές οµάδες ευπαθείς, πιεσµένες
εισοδηµατικά, παραγκωνισµένες στην περιφέρεια. Σε κάθε περίπτωση, για ένα τέτοιο παζλ χρειάζεται όχι µόνο µια εµπεριστατωµένη µελέτη, αλλά και την τέχνη να πείσεις την ευρύτερη κοινή γνώµη για την αναγκαιότητα του τάδε ή του δείνα µέτρου.

Το µεταρρυθµιστικό αφήγηµα στις µέρες µας περνά δύσκολες ώρες. Η κυβέρνηση συνεχίζει να διακηρύσσει την ανάγκη αλλαγών, αλλά είναι όλο και πιο περίπλοκο να προχωρήσει σε
τολµηρά βήµατα – και αυτό όχι µόνο λόγω των έξωθεν αντιδράσεων, αλλά και της εσωκοµµατικής αναταραχής ή απροθυµίας να «σπάσουν αβγά», για να θυµηθούµε µια άλλη ξεχασµένη
περίοδο µεταρρυθµιστικών διακηρύξεων. Στον αντίποδα, πλην µιας προσπάθειας µέρους του ΠΑΣΟΚ, το αφήγηµα αυτό δεν αποτελεί προγραµµατική διακήρυξη πρώτης γραµµής. Πολλοί εµφορούνται από την αρχή «ξέρουµε τι δεν θέλουµε, αλλά δεν ξέρουµε τι θέλουµε»…

Κυριακάτικη Απογευματινή