Αποτυχία! Ορθά κοφτά, χωρίς λειάνσεις στις γωνίες, όπως την αποδέχονται και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της πορείας της Εθνικής Ελλάδας στα προκριματικά του Μουντιάλ.
Αποτυχία, όχι επειδή θα βλέπουμε από την τηλεόραση το προσεχές καλοκαίρι τη Σκωτία ή το… Κουρασάο να συμμετέχουν στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, αλλά επειδή μια τόσο ταλαντούχα φουρνιά ποδοσφαιριστών δεν κατάφερε καν να αποδειχθεί ανταγωνιστική για να διεκδικήσει μέχρι τέλους έστω τη δεύτερη θέση του ομίλου, που θα την οδηγούσε στα μπαράζ.
Άλλη συζήτηση θα κάναμε σήμερα αν η Ελλάδα είχε συγκεντρώσει 9-10 βαθμούς και αποκλειόταν στο… παρά ένα μέσω ισοβαθμιών, και άλλη οφείλουμε να κάνουμε για μια ομάδα που εμφάνισε αποκαρδιωτική αμυντική λειτουργία, σωρεία «φθηνών» ατομικών λαθών, έλλειψη αυτοσυγκέντρωσης και δεν συγκέντρωσε ούτε το μίνιμουμ των προσδοκώμενων πόντων στο γκρουπ. Διότι, για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, οποιαδήποτε συγκομιδή μικρότερη των εννέα βαθμών σε όμιλο με Δανία, Σκωτία και Λευκορωσία συνιστούσε εξαρχής… βουλοκέρι αγωνιστικού φιάσκου. Μην το κουράζουμε, όμως, περισσότερο. Ο χρόνος δεν μπορεί να γυρίσει πίσω! Το ζητούμενο έπειτα από τόσο ηχηρές αποτυχίες είναι η διαχείρισή τους. Να διαθέτεις την ικανότητα να εντοπίσεις τους λόγους της αποτυχίας και, το κυριότερο, να βρεις την κατάλληλη συνταγή που θα σε οδηγήσει στο μονοπάτι των επιτυχιών.
Υλικά επιτυχίας -με εξαίρεση τη θέση του αμυντικού μέσου- υπάρχουν για όλες τις θέσεις της «γαλανόλευκης» ενδεκάδας. Εδώ όμως έρχεται η ώρα του… σεφ Ιβάν Γιοβάνοβιτς που από την επόμενη διοργάνωση θα αρχίσει φυσιολογικά να κρίνεται πιο αυστηρά για τα «πιάτα» που σερβίρει στο κοινό. Ο ομοσπονδιακός τεχνικός παραμένει ένα πρόσωπο που εμπνέει εμπιστοσύνη στο μεγαλύτερο κομμάτι της εγχώριας ποδοσφαιρικής κοινωνίας μας και κυρίως στους Έλληνες διεθνείς.
Η ανάγκη νέας συνταγής
Κακά τα ψέματα, αν βρισκόταν άλλος προπονητής στη θέση του, ενδεχομένως σήμερα να είχε απολυθεί. Ο Ιβάν όμως έχει κερδίσει με το σπαθί του και με τη μέχρι σήμερα ξεχωριστή διαδρομή του στα γήπεδα το δικαίωμα της εμπιστοσύνης. Τον στηρίζεις γιατί πιστεύεις ότι αργά ή γρήγορα το πλάνο του θα δικαιωθεί.
Ωστόσο, σε αυτό το σημείο πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητή η διαφορά ενός προπονητή που εργάζεται σε σύλλογο από έναν ομοσπονδιακό τεχνικό. Ο πρώτος έχει την πολυτέλεια να χαράξει ένα αγωνιστικό πλάνο και πάνω στο δικό του μοντέλο να επιλέξει τα υλικά που του ταιριάζουν καλύτερα.
Ο δεύτερος είναι υποχρεωμένος να ενεργεί ως… χαμαιλέοντας. Να προσαρμόζεται στα ιδιαίτερα στοιχεία που του προσφέρει η εκάστοτε δεξαμενή παικτών από την οποία μπορεί να πραγματοποιήσει τη στελέχωση μιας εθνικής ομάδας.
Ακόμη και αν χρειαστεί να υπηρετήσει συστήματα ή στρατηγικές επιλογές που δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ σε έναν σύλλογο.
Επίσης κάθε προπονητής έχει αδυναμία σε συγκεκριμένους ποδοσφαιριστές. «Κολλήματα», όπως τα αποκαλούμε δημοσιογράφοι και οπαδοί. Για τον Γιοβάνοβιτς τέτοιου είδους αδυναμία είναι ο Δημήτρης Κουρμπέλης. Σε αντίθεση με την πλειονότητα της κοινής γνώμης, που θεωρεί τον διεθνή άσο αξιόλογο ποδοσφαιριστή αλλά με όχι ιδιαίτερα υψηλό ποιοτικό ταβάνι, ο Ιβάν πιθανότατα θα τον έπαιρνε μαζί του σε όποια ομάδα και αν συνεργαζόταν.
Το ζητούμενο, λοιπόν, για κάθε ομοσπονδιακό τεχνικό είναι να προσαρμόζεται στο υλικό που διαθέτει και να βρίσκει την κατάλληλη φόρμουλα που θα αναδεικνύει τις αρετές και θα καμουφλάρει τις αδυναμίες του.
Μέχρι στιγμής ο Ιβάν δεν την έχει βρει. Για να την ανακαλύψει, ενδεχομένως θα πρέπει να προσαρμοστεί ο ίδιος σε μια νέα συνταγή, ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται καινοτόμες ή και όχι ευχάριστες -για τον ίδιο- επιλογές στο χορτάρι.
Εφημερίδα Απογευματινή









