Καθώς το 2025 φθάνει στο τέλος του, µία σειρά από εκτιµήσεις, προβλέψεις και παραδοχές για τα ανοιχτά γεωπολιτικά µέτωπα διαψεύδονται η µία µετά την άλλη. Ούτε ο πόλεµος στην Ουκρανία πρόκειται να λήξει ούτε κατ’ επέκταση η ένταση στις ευρωρωσικές σχέσεις να αποκλιµακωθεί ούτε οι εστίες στη Μέση Ανατολή να σβήσουν ούτε τα δικά µας ειδικότερα θέµατα µε την Τουρκία να µπουν σε τροχιά εξοµάλυνσης, παρά τα επιφαινόµενα. Αντιθέτως, όλα θα περάσουν στην επόµενη φάση κλιµάκωσης.
Η Ρωσία επιµένει στην πλήρη επίτευξη των στόχων που έχει θέσει, εδαφικών και άλλων, και φέρεται αποφασισµένη να συνεχίσει τον πόλεµο φθοράς, έστω µε αργή προώθηση στο πεδίο. Εκτιµά ότι οι αντοχές της Ουκρανίας, οι δυνατότητες της Ευρώπης και η ανοχή των Αµερικανών θα εξαντληθούν γρηγορότερα απ’ ό,τι οι δικές της.
Παρότι µέχρι στιγµής δεν φαίνεται στον ορίζοντα κάποια καταλυτική στρατιωτική εξέλιξη, που θα µπορούσε να δώσει αποφασιστική νίκη στη µία ή την άλλη πλευρά, τέτοια που να τελειώσει τον πόλεµο, η Μόσχα προφανώς αξιολογεί ότι αν συνεχίσει τη σωρευτική πίεση είναι δυνατόν να υπάρξει ξαφνική κατάρρευση των Ουκρανών. Εξάλλου υπάρχει και το θέµα της χρηµατοδότησης της Ουκρανίας, το οποίο προσωρινά µόνο αντιµετωπίζεται µε το δάνειο των 90 δισ. € που αποφάσισαν οι Ευρωπαίοι. Οι Ρώσοι θεωρούν ότι όσο παρατείνεται ο πόλεµος τόσο θα εντείνονται οι εσωτερικές διαφωνίες στο δυτικό στρατόπεδο, µεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού οι οποίες προσεγγίζουν την υπόθεση από διαφορετική σκοπιά και µε αποκλίνοντες στόχους.
Στη Μέση Ανατολή το Ισραήλ, παρά τη διπλωµατική πίεση και µάλιστα έντονη από τις ΗΠΑ, είναι αποφασισµένο να συνεχίσει -µε αυξοµειώσεις της έντασης και µε περιτροπή- τις στρατιωτικές επιχειρήσεις για την πλήρη αδρανοποίηση των αντιπάλων στον περίγυρό του.
Η µεγάλη κυοφορούµενη αλλαγή πάντως είναι η επαναστάθµιση από πλευράς Αµερικανών του βαθµού στήριξης και ταύτισης µε το Ισραήλ, η οποία, αν όντως συνεχιστεί και δεν ανατραπεί από γεγονότα, θα επηρεάσει τους συσχετισµούς. Η κατάσταση στην περιοχή εξελίσσεται όλο και περισσότερο ασύµµετρη, καθώς η κυβέρνηση Τραµπ επαναξιολογεί τις επιλογές της µέχρι τώρα αµερικανικής πολιτικής, προωθώντας την προσέγγιση µε τον σουνιτικό παράγοντα.
Κάτι που όπως είναι φυσικό αυξάνει τις τριβές µε το Ισραήλ, το οποίο δεν είναι διατεθειµένο να παρακολουθήσει πέραν ενός σηµείου αυτήν τη στροφή και ακόµα περισσότερο δεν προτίθεται να υποχωρήσει σε πιέσεις σε συγκεκριµένα θέµατα, όπως η αµερικανική επιµονή να συµµετάσχουν το Κατάρ και η Τουρκία στην επόµενη µέρα στη Γάζα.
Στη Συρία η κατάσταση παραµένει όχι απλά εύφλεκτη, αλλά στην πραγµατικότητα σε καθεστώς συνεχιζόµενης σύγκρουσης, «χαµηλής» µεν έντασης, πολεµικής δε. ∆εν πρόκειται να τερµατιστεί, αντιθέτως θα αναζωπυρωθεί σε όλες τις επίµαχες περιοχές, διότι το αµερικανικό σχέδιο να ενταχθούν όλες οι θρησκευτικές και εθνικές οµάδες στην κεντρική διοίκηση των ισλαµιστών της ∆αµασκού απλά δεν προχωρά. Και ο Λίβανος είναι υποψήφιος για νέα ανάφλεξη λόγω της «Χεσµπολάχ», µε τη συνεχιζόµενη ενεργό δράση της οποίας δεν πρόκειται να συµβιβαστούν Ισραήλ και ΗΠΑ, οι οποίοι σε αυτό συµπίπτουν. Αρα θα υπάρξει επιχείρηση πλήρους στρατιωτικής αδρανοποίησής της.
Ούτε η υπόθεση του Ιράν έχει τελειώσει. Παρεµπιπτόντως, αυτό το οποίο έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, αλλά περνά κάτω από τα ραντάρ, είναι η καταιγιστική δραστηριότητα των Ηνωµένων Αραβικών Εµιράτων που δηµιουργούν διαρκώς τετελεσµένα στρατιωτικά, γεωοικονοµικά και διπλωµατικά, σε σύγκλιση µε το Ισραήλ και σε απόκλιση, όσο κι αν φαίνεται και είναι περίεργο, από τη Σαουδική Αραβία. Σε αυτό θα επανέλθουµε διότι είναι από µόνο του ένα κεφάλαιο.
Η Τουρκία εν τω µεταξύ, η οποία επιχειρεί να είναι παρούσα σε όλα τα µέτωπα ή να δηµιουργεί νέα ώστε να έχει λόγο στα πάντα, δεν έχει καταφέρει, µέχρι στιγµής, να κεφαλαιοποιήσει κάτι σηµαντικό. Ακόµα και στη Συρία, όπως οι ίδιοι οι Τούρκοι παραδέχονται, δεν έχουν τον χώρο και τον ρόλο που υπολόγιζαν, καθώς Αµερικανοί, Ρώσοι και Ισραηλινοί από τους εξωτερικούς παράγοντες, Κούρδοι, ∆ρούζοι, αλαουίτες και χριστιανοί στο εσωτερικό της, συµπιέζουν τα περιθώρια. Όπως επίσης αισθάνεται να κλείνει η µέγκενη στην Ανατολική Μεσόγειο από την εµβάθυνση της στρατιωτικής συνεργασίας Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ.
Είναι ερώτηµα το πώς θα αντιδράσει χωρίς αυτό να σηµαίνει -όπως και να αντιδράσει ή όπως και να εκτιµούν κάποιοι ότι µπορεί να αντιδράσει- ότι αυτό αποτελεί λόγο υπαναχώρησης της Ελλάδας από τον σχεδιασµό, ο οποίος έχει µπει σε σωστή ρότα παρά την υστέρηση του υπουργείου Εξωτερικών.











