Εχουν και τα µπαλάκια του τένις τη δική τους γοητευτική ιστορία. To θρυλικό Roland Garros ολοκληρώνεται, έτοιµο να δώσει τη σκυτάλη στο παλαιότερο διεθνές τουρνουά του αθλήµατος, το Wimbledon, το οποίο αρχίζει τη ∆ευτέρα 30 Ιουνίου. ∆εν είναι εύκολο να γνωρίζουµε πόσα ακριβώς µπαλάκια χρησιµοποιήθηκαν στο Γαλλικό Open. Αυτό που ξέρουµε είναι ότι αλλάζουν κάθε εννέα γκέιµ, µε εξαίρεση το πρώτο σετ, οπότε η αλλαγή γίνεται στα επτά γκέιµ, καθώς λαµβάνεται υπόψη και η φθορά στη διάρκεια της προθέρµανσης των αθλητών.
Υπολογίζεται ότι από τις 19 Μαΐου έως σήµερα, στα χωµάτινα κορτ, στο 16ο διαµέρισµα του Παρισιού, στο Porte d’Auteuil, κάτω από τον παριζιάνικο ήλιο, δεινοπάθησαν περισσότερα από 100 χιλιάδες µπαλάκια. Σύµφωνα µε µελέτη που είχε κάνει η «Le Parisien» το 2017, στο Roland Garros χρησιµοποιούνται περίπου 5.000 την ηµέρα, πιο πολλά από κάθε άλλο τουρνουά, καθώς το χώµα φθείρει τα µπαλάκια περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη επιφάνεια.
Τα µπαλάκια του τένις δεν είχαν πάντα τη σηµερινή µορφή. Τον 19ο αιώνα κατασκευάζονταν από συµπιεσµένο ύφασµα τυλιγµένο µε σπάγκο, το οποίο όµως αποσυντίθετο γρήγορα. Μόλις το 1870 χρησιµοποιήθηκαν ελαστικά υλικά, προσφέροντας µεγαλύτερη ανθεκτικότητα και αναπήδηση. Το 1920 έγινε η επανάσταση µε τη λεγόµενη µπάλα πίεσης, µε εγχυµένο αέρα για να διατηρεί το σχήµα της.
Σήµερα έχουµε φτάσει στα µπαλάκια από καουτσούκ µε φθορίζουσα κίτρινη τσόχα. Το πεπιεσµένο αέριο εξασφαλίζει τέλεια αναπήδηση, ενώ η τσόχα παρέχει την απαραίτητη πρόσφυση για περιστροφή και ταυτόχρονα αντίσταση στην τριβή, τόσο στο χώµα του Roland Garros όσο και στις άλλες επιφάνειες. Αυτή η τεχνογνωσία καθιστά κάθε µπαλάκι ένα µικρό κόσµηµα αθλητικής µηχανικής.
Ακόµα και το χρώµα έχει τη δική του πορεία στον χρόνο. Τα πρώτα µπαλάκια ήταν σε ελάχιστες περιπτώσεις µαύρα, αλλά κατά κύριο λόγο λευκά. Φανταστείτε όµως ένα γήπεδο τένις τον 19ο αιώνα. Παίκτες ντυµένοι στα λευκά και µια ανοιχτόχρωµη µπάλα που αναπηδά στο γρασίδι ή στο χώµα, σχεδόν αόρατη στους θεατές σε αρκετά σηµεία του γηπέδου.
O sir που το έκανε «οptic yellow»
Η ορατότητα ήταν προβληµατική και ευτυχώς εµφανίστηκε στον κόσµο του τένις, έστω και από σπόντα, ο David Attenborough. Αυτός ο φυσιοδίφης και τηλεοπτικός παρουσιαστής έγινε κάποτε διευθυντής του BBC2. Το 1967, ο sir David έλαβε άδεια προκειµένου το BBC2 να ξεκινήσει να µεταδίδει έγχρωµα. Την πρώτη φορά που το Wimbledon µεταδόθηκε έγχρωµο αντί για ασπρόµαυρο, όλοι αντιλήφθηκαν ότι τα λευκά µπαλάκια ήταν δύσκολο να διακριθούν. Στα λευκά ρούχα που επέβαλλε το πρωτόκολλο του Wimbledon, αλλά και στις λευκές γραµµές ή ακόµα και στα ρούχα των θεατών, υπήρχε ελάχιστη αντίθεση.
Ο sir David αποφάσισε να προτείνει χρώµατα. Το 1972 τα χρωµατιστά µπαλάκια του τένις εγκρίθηκαν από τη ∆ιεθνή Οµοσπονδία. Οσον αφορά το χρώµα, είναι γραµµένο στη συσκευασία της κατασκευάστριας εταιρείας Wilson. «Optic yellow», σε ακριβή µετάφραση «οπτικό κίτρινο», χρώµα το οποίο καθορίζεται από τη ∆ιεθνή Οµοσπονδία Αντισφαίρισης (International Tennis Federation), σύµφωνα µε τον δεκαεξαδικό χρωµατικό κώδικα «dfff4f».
Σήµερα, είναι αδύνατο να φανταστεί κάποιος έναν αγώνα τένις χωρίς αυτό το φθορίζον κίτρινο µπαλάκι. Το σύµβολο του σύγχρονου τένις δεν είναι απλώς θέµα αισθητικής, αλλά µια επανάσταση. Η εισαγωγή του φθορίζοντος κίτρινου όχι µόνο βελτίωσε την ορατότητα, αλλά έδωσε και στο άθληµα µια νέα οπτική ταυτότητα, πλέον άµεσα αναγνωρίσιµη.
Η επαναχρησιµοποίηση και η επόµενη µέρα
Οι περισσότεροι θεωρούν ότι µετά το τέλος ενός τουρνουά, όπως το Roland Garros, τα µπαλάκια καταλήγουν στα σκουπίδια. ∆εν ισχύει κάτι τέτοιο. Αρκετά από τα ήδη χρησιµοποιηµένα µπαλάκια διατίθενται για τις προπονήσεις των τενιστών στα γήπεδα όπου διεξάγεται το τουρνουά ή αποστέλλονται σε άλλα προπονητικά κέντρα. Κάποια µπαλάκια µετατρέπονται σε περιζήτητα συλλεκτικά αντικείµενα.
Επειτα από κάθε τουρνουά περίπου 10.000 χρησιµοποιηµένα µπαλάκια πωλούνται στα καταστήµατα του σταδίου για 10 ευρώ το κάθε ένα. Οι φίλοι του τένις συρρέουν για να αποκτήσουν ένα τέτοιο σουβενίρ, µε την ελπίδα ότι θα κρατήσουν στα χέρια τους ένα µπαλάκι που χτυπήθηκε από έναν θρύλο, όπως ο Ραφαέλ Ναδάλ. Η αλήθεια είναι ότι αποκλείεται να γνωρίζουν οι ενδιαφερόµενοι αν ένα µπαλάκι χρησιµοποιήθηκε από έναν αστέρα του τένις ή έναν λιγότερο γνωστό παίκτη.
Το 2021, λόγω των περιορισµών εξαιτίας του κορονοϊού, τα διαθέσιµα µπαλάκια-σουβενίρ ήταν µόλις 2.000, ως εκ τούτου σπάνια και πλέον περιζήτητα. Υπάρχουν βεβαίως και τα µπαλάκια που είναι σε κακή κατάσταση µετά τους αγώνες και δεν µπορούν να δοθούν ούτε για προπόνηση ούτε για σουβενίρ. Υπάρχει όµως η πρωτοβουλία «Balle jaune», δηλαδή «Κίτρινη Μπάλα», µέσω της οποίας
µπαλάκια ανακυκλώνονται και µετατρέπονται σε αδρανή υλικά για τη δηµιουργία αθλητικών επιφανειών σε διάφορα γήπεδα. Ακόµα και ένα φθαρµένο µπαλάκι µπορεί να συνεχίσει να εξυπηρετεί την κοινότητα του τένις, σε ανακυκλωµένη µορφή.
Τα µπαλάκια έχουν παρελθόν και παρόν, έχουν όµως και µέλλον. Το τένις είναι άλλωστε ένα άθληµα σε συνεχή εξέλιξη. Εξυπνα µπαλάκια, εξοπλισµένα µε αισθητήρες, δοκιµάζονται ήδη. Αλλά ό,τι και να συµβεί, το «φθορίζον κίτρινο» µπαλάκι θα παραµείνει χαραγµένο στην ιστορία, ως σύµβολο µια σηµαντικής εποχής του τένις.
Εφημερίδα «Κυριακάτικη Απογευματινή»