Ο τραγικός από πλευράς θυµάτων και υλικών καταστροφών Β’ Παγκόσµιος Πόλεµος έχει τελειώσει και η καθηµαγµένη Ευρώπη πρέπει να ανασυγκροτηθεί. Μεταξύ των χωρών που υπέστησαν τις συνέπειες του πολέµου εκείνου ήταν βεβαίως και η Ελλάδα και για να ορθοποδήσει και αυτή χρειαζόταν άµεση οικονοµική βοήθεια. Τις ευρωπαϊκές χώρες τις διέσωσε η αµερικανική βοήθεια της εποχής, η οποία είχε αποφασιστεί όχι τόσο από λόγους ευαισθησίας για τις θυσίες που έγιναν προς χάριν ενός ελεύθερου κόσµου από τον ναζισµό και τον φασισµό, αλλά µε την προοπτική της ανάσχεσης των επεκτατικών σχεδίων µιας άλλης χώρας νικήτριας του πολέµου, της Σοβιετικής Ενωσης, και της επιβολής από αυτήν της ιδεολογίας του κοµµουνισµού, ώστε να διευρύνει τις χώρες επιρροής της.
Είναι χαρακτηριστικές οι επι σηµάνσεις περί της κοµµουνιστικής απειλής του Αµερικανού διπλωµάτη Τζορτζ Κέναν, που υπηρετούσε στην αµερικανική πρεσβεία στη Μόσχα. Οι παρατηρήσεις του περιλαµβάνονταν σε Εκθεσή του προς τον Αµερικανό πρόεδρο, γνωστή ως «Μακρύ Τηλεγράφηµα», που επηρέασε τον Τρούµαν στην αποδοχή της πρότασης Μάρσαλ για βοήθεια σε ευρωπαϊκές χώρες. «…Το κύριο χαρακτηριστικό της αµερικανικής πολιτικής απέναντι στη Σοβιετική Ενωση θα πρέπει να είναι µία υποµονετική αλλά σταθερή και άγρυπνη ανάσχεση (containment) των επεκτατικών τάσεών της…», ανέφερε µεταξύ άλλων ο Κέναν.
∆εδοµένου ότι κατά την αντίληψη της Ουάσινγκτον η εξάπλωση του κοµµουνισµού απειλούσε τα ευρύτερα συµφέροντα των Ηνωµένων Πολιτειών και κατ’ επέκταση του ελεύθερου κόσµου, ενισχύθηκαν τα κράτη της Γηραιάς Ηπείρου µε µία βοήθεια που έµεινε γνωστή στην ιστορία ως Σχέδιο Μάρσαλ, από το όνοµα του τότε υπουργού Εξωτερικών των Ηνωµένων Πολιτειών. Ετσι στις 12 Μαρτίου του 1947, δύο χρόνια µετά τη λήξη του Πολέµου και ενώ στην Ελλάδα µαινόταν ο Εµφύλιος, ο πρόεδρος των Ηνωµένων Πολιτειών, Χάρι Τρούµαν, µε οµιλία του στο Κογκρέσο ανέλαβε τη δέσµευση της παροχής µεγάλης οικονοµικής ενίσχυσης στις ευρωπαϊκές χώρες που θα επιθυµούσαν τη σχετική βοήθεια, στο πλαίσιο της αντίστασής τους σε κάθε έξωθεν απόπειρα καθυπόταξής τους, είτε από οπλισµένες µειοψηφίες είτε ως αποτέλεσµα ξένων πιέσεων. Αναφερόµενος ιδιαίτερα και επί µακρόν στην Ελλάδα, τόνισε: «Στην Ελλάδα µία πολεµοχαρής µειοψηφία έχει προκαλέσει πολιτικό χάος, γι’ αυτό η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από τις Ηνωµένες Πολιτείες οικονοµική βοήθεια, αλλά και την αποστολή Αµερικανών τεχνοκρατών για την αναµόρφωση της κρατικής µηχανής».
Οι πρώτες χώρες που έλαβαν τη βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ ήταν η Ελλάδα και η Τουρκία, διότι η αµερικανική διοίκηση θεωρούσε ότι αυτές οι δύο χώρες ήταν ο στόχος της κοµµουνιστικής επιρροής. Στις 5 Ιουνίου του 1947 ανακοινώθηκε το Σχέδιο που αφορούσε την Ελλάδα. Είχε προηγηθεί στις 22 Μαΐου του 1947 η έγκριση από το Κογκρέσο του νόµου περί παροχής βοήθειας σε Ελλάδα και Τουρκία. Αλλωστε, στη χώρα µας είχε αρχίσει ο Εµφυλιος και η ένοπλη αντιπαράθεση των κατευθυνόµενων από τους κοµµουνιστές ανταρτών µε τις επίσηµες στρατιωτικές δυνάµεις της χώρας, που συνεπικουρούνταν από τους Βρετανούς. Οµως τρεις µήνες πριν -και συγκεκριµένα τον Φεβρουάριο του 1947- η Βρετανία ανακοίνωνε ότι δεν άντεχε πλέον να βοηθά την Ελλάδα και διέκοψε κάθε είδους βοήθεια.
Ηταν τότε που τους Βρετανούς αντικατέστησε άµεσα ο αµερικανικός παράγοντας, που διείδε τον κίνδυνο επικράτησης των κοµµουνιστών. Οπότε σε µία τέτοια περίπτωση η Μόσχα θα µπορούσε να ελέγχει και τη Μέση Ανατολή, στην οποία οι ∆υτικοί είχαν άµεσα συµφέροντα, αλλά και τµήµα της Βόρειας Αφρικής.

Η AMAG
Παράλληλα µε την έγκριση της βοήθειας προς την Ελλάδα βάσει του Σχεδίου Μάρσαλ, συγκροτήθηκε και η AMAG (American Mission Aid Greece), η Αµερικανική Αποστολή Βοήθειας στην Ελλάδα. Επικεφαλής της διορίστηκε -την ηµέρα που ανακοινώθηκε το Σχέδιο για την Ελλάδα- ο πρώην κυβερνήτης της Νεµπράσκα, Ντουάιτ Γκρίσγουολντ. ∆εκαπέντε µέρες µετά την ανακοίνωση της βοήθειας, και συγκεκριµένα στις 20 Ιουνίου του 1947, υπογράφηκε και η σχετική συµφωνία από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Κωνσταντίνο Τσαλδάρη και τον Αµερικανό πρεσβευτή στην Ελλάδα, Μακ Βι.
Η AMAG στεγάστηκε στο Μέγαρο του Μετοχικού Ταµείου Στρατού, που ήταν και το µεγαλύτερο στην Αθήνα, όπου χρόνια µετά στεγάστηκε η Αµερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών (USIS), αλλά και µεγάλα ξένα ειδησεογραφικά πρα κτορεία.
Οπως αναφέρεται στην «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας» του Σόλωνα Γρηγοριάδη, το κύριο βάρος της Αµερικανικής Αποστολής έπεφτε (σ.σ. λόγω και του Εµφυλίου) στον στρατιωτικό της κλάδο, την Αµερικανική Στρατιωτική Αποστολή, που θα ανελάµβανε τον εξοπλισµό του ελληνικού Στρατού µε αµερικανικά όπλα και την εκπαίδευσή του στα όπλα αυτά. Αρχηγός της Στρατιωτικής Αποστολής είχε αναλάβει ο Αµερικανός υποστράτηγος Λάιβσι.
Κατά τον Γρηγοριάδη, είχε δηµιουργηθεί το ερώτηµα τι θα γινόταν µε τη Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή (σ.σ. που βρισκόταν στη χώρα µας, παρά τη διακοπή της βρετανικής βοήθειας προς την Ελλάδα).
Οταν ανακοινώθηκε το ∆όγµα Τρούµαν, αναφέρει ο Γρηγοριάδης, η Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή διατηρούσε όλες τις αρµοδιότητές της και τις είχε µάλιστα επεκτείνει τον Ιανουάριο του 1947, παρέχοντας συµβουλές στην ανώτατη ηγεσία του Ελληνικού Στρατού.
Η θέση της αρχικώς δεν κλονίστηκε, γιατί οι Αµερικανοί δεν ήταν δυνατόν να την αντικαταστήσουν. Αργότερα, από το 1948 η Αµερικανική Αποστο λή απέκτησε το αποφασιστικό προβάδισµα, αν και η Αγγλική διατηρήθηκε µέχρι το 1952.
Μέχρι όµως να λήξει η πολεµική περίοδος (σ.σ. ο Εµφύλιος) υπήρξε µία αυξηµένη αντιζηλία µεταξύ των δύο Αποστολών η οποία εκδηλωνόταν µε συχνές διαφωνίες.
Χρόνια µετά διάφοροι ιστορικοί διατύπωσαν διαφορετικές απόψεις για το Σχέδιο Μάρσαλ. Αλλοι το χαρακτήρισαν γενναιοδωρία των ΗΠΑ, ενώ άλλοι ότιήταν δείγµα του αµερικανικού ιµπεριαλισµού για τον έλεγχο της ∆υτικής Ευρώπης, όπως οι Σοβιετικοί ήθελαν να ελέγξουν την Ανατολική. Ενας δε οικονοµολόγος, ο Τάιλερ Κόουεν, συµπέρανε ότι τα κράτη που έλαβαν µεγαλύτερη βοήθεια, όπως η Σουηδία και η Ελλάδα, είχαν σε µία δεκαετία µικρότερη ανάπτυξη από τις χώρες του Αξονα που ενισχύθηκαν λιγότερο. Αυτό όµως µπορεί να αποδοθεί και στο ότι οι κατεστραµµένες χώρες είχαν µεγαλύτερα περιθώρια ανάπτυξης από το ναδίρ, στο οποίο ως ηττηµένες βρέθηκαν.

Κυριακάτικη Απογευματινή