ΤΗΣ ∆ΗΜΗΤΡΑΣ ΤΣΙΠΗ
Η σύλληψη ενός πρώην αστυνοµικού µε 150 γραµµάρια κοκαΐνης έχει προκαλέσει αίσθηση τις τελευταίες ηµέρες, όχι µόνο λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης, αλλά και εξαιτίας της ψηφιακής παρουσίας του συγκεκριµένου προσώπου. Ο συλληφθείς, γνωστός χρήστης του TikTok µε περισσότερους από 284.000 ακόλουθους, είχε δηµιουργήσει την εικόνα ενός ενεργού πολίτη που ευαισθητοποιεί την κοινωνία σε σηµαντικά ζητήµατα, όπως τα δικαιώµατα των ΑµεΑ, η κοινωνική δικαιοσύνη και η µνήµη των θυµάτων της τραγωδίας στα Τέµπη.
Σε βίντεό του είχε εκφράσει τη θλίψη και την απογοήτευσή του για τη διαγραφή των ονοµάτων των θυµάτων µπροστά από τη Βουλή, δηλώνοντας µεταξύ άλλων: «Ντρέποµαι για το ανθρώπινο είδος». Μέσα από την πλατφόρµα του είχε αναπτύξει δηµόσιο λόγο που κινητοποιεί ευρύτερες κοινωνικές οµάδες και αγγίζει ζητήµατα που θεωρούνται ευαίσθητα και κρίσιµα για την ελληνική κοινωνία.
Ωστόσο, η σύλληψη για κατοχή σηµαντικής ποσότητας κοκαΐνης, σε συνδυασµό µε την ιδιότητά του ως πρώην αστυνοµικού, εγείρει ερωτήµατα για το κατά πόσο η ψηφιακή εικόνα που προβάλλει αντανακλά την πραγµατική του ταυτότητα.
Η δόκτωρ Κέλλυ Ιωάννου, καθηγήτρια Ψηφιακής Εγκληµατολογίας και Εγκληµατολογικής/∆ικαστικής Ψυχολογίας, εξηγεί ότι «η κοινωνία των social media µάς έχει συνηθίσει σε εικόνες ενσυναίσθησης, ευαισθησίας και κοινωνικής αγανάκτησης. Οµως, αυτό που ερευνούµε στην εγκληµατολογία -ιδίως στη σύγχρονη ψηφιακή της εκδοχή- είναι πως η εικόνα δεν είναι απόδειξη χαρακτήρα».
Σύµφωνα µε τη θεωρία της γνωστικής ασυµφωνίας (Festinger, 1957), «οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να αισθάνονται ότι είναι “καλοί”, ακόµη κι όταν πράττουν το αντίθετο. Αυτό το εσωτερικό ψυχολογικό αίσθηµα ασυµφωνίας οδηγεί σε συµπεριφορές όπου κάποιος κατασκευάζει µια διαδικτυακή περσόνα που εκφράζει κοινωνική ευαισθησία, ώστε να “εξουδετερώσει” ή να δικαιολογήσει τις ιδιωτικές αποκλίσεις του». ∆εν πρόκειται απαραίτητα για υποκρισία, αλλά για έναν µηχανισµό ψυχολογικής επιβίωσης, όπου ο χρήστης προσπαθεί να πείσει -και κυρίως τον εαυτό του- ότι δεν είναι «αυτό που έκανε», εξηγεί η κ. Ιωάννου. Επιπλέον, η θεωρία της ουδετεροποίησης (Sykes & Matza, 1957) δείχνει πως άτοµα που διαπράττουν παραβάσεις µπορούν να διατηρούν µια ηθική αυτο εικόνα, λέγοντας: «Το έκανα επειδή µε αδίκησαν», «∆εν είχα άλλη επιλογή», ή «Οι άλλοι κάνουν χειρότερα».
«Οταν τέτοιες αφηγήσεις συνοδεύονται από µια κοινωνική φωνή, στα µέσα κοινωνικής δικτύωσης, αποκτούν µεγαλύτερη ισχύ», αναφέρει η δρ Ιωάννου. Ετσι, ένας TikToker, που µιλά για δικαιοσύνη και δικαιώµατα, µπορεί να πιστεύει όντως σε αυτά τα ιδανικά – και ταυτόχρονα να παρανοµεί.
Παράλληλα, σε µελέτες ψηφιακής εγκληµατολογίας έχει παρατηρηθεί ότι τα άτοµα µε έντονη ψηφιακή «ηθική περσόνα» έχουν αυξηµένη πιθανότητα να προσπαθούν να καλύψουν ή να αντισταθµίσουν εσωτερικές συγκρούσεις, προσωπικά τραύµατα ή ακόµα και εγκληµατική δράση. «Το προφίλ στα social media λειτουργεί σαν καθρέφτης που δείχνει µόνο ό,τι θέλουµε να δούµε», συµπληρώνει η καθηγήτρια.
Σε παγκόσµιο επίπεδο, ανάλογες περιπτώσεις έχουν καταγραφεί, όπως αυτή του Hushpuppi, ενός Instagram influencer που παρουσίαζε πολυτελές lifestyle, αλλά καταδικάστηκε στις ΗΠΑ για οικονοµική απάτη και «ξέπλυµα» χρήµατος. Αυτά τα παραδείγµατα καταδεικνύουν πως όσο πιο έντονη και εκτεταµένη είναι η ψηφιακή εικόνα τόσο πιο πιθανό είναι να κρύβει µια εσωτερική αντίφαση ή ψευδαίσθηση.
Στην ελληνική περίπτωση, ανεξαρτήτως της δικαστικής εξέλιξης, η αντίθεση µεταξύ δηµόσιας εικόνας και ιδιωτικής πραγµατικότητας εγείρει ερωτήµατα για τη σχέση µεταξύ ταυτότητας και ψηφιακής περσόνας. Η δρ Ιωάννου καταλήγει επισηµαίνοντας πως «έχουµε συνηθίσει να ταυτίζουµε τη δηµόσια εικόνα µε την ηθική αξία, αλλά η επιστήµη της Εγκληµατολογίας µάς λέει το αντίθετο: η εικόνα είναι φτιαχτή και όσο πιο έντονη είναι τόσο µεγαλύτερη η πιθανότητα να κρύβει ένα εσωτερικό χάσµα».
Στο ίδιο πνεύµα, ο επίκουρος καθηγητής Ψυχιατρικής του ∆ηµοκρίτειου Πανεπιστηµίου Θράκης, Χρίστος Χ. Λιάπης, προσθέτει σηµαντικές παρατηρήσεις για τον τρόπο που ορισµένα χαρακτηριστικά προσωπικότητας αντανακλώνται στα social media. «Ατοµα µε χειριστικά στοιχεία προσωπικότητας, που είναι συναισθηµατικά αποσυνδεδεµένα και χρησιµοποιούν άλλους για προσωπικούς σκοπούς, προτιµούν να περιορίζουν τις προσωπικές τους πληροφορίες, µοιράζοντας µόνο γεγονότα που τα κάνουν να φαίνονται σηµαντικά. Τέτοιοι άνθρωποι προτιµούν το Twitter, λόγω των σύντοµων αναρτήσεων που δεν αποκαλύ πτουν πολλά για τον εαυτό τους».
Ο καθηγητής τονίζει επίσης ότι οι «νάρκισσοι» προτιµούν µακροσκελέστερα ποσταρίσµατα αυτοπροβολής, ενώ όσοι ανεβάζουν συνεχώς περιεχόµενο για τα επιτεύγµατά τους ή τη γυµναστική τους συχνά εµφανίζουν ροπή προς τον ναρκισσισµό. Παρατηρείται επίσης ότι οι συχνές αναρτήσεις για ερωτικούς συντρόφους συνδέονται µε χαµηλή αυτοεκτίµηση, ενώ οι αναρτήσεις για τα παιδιά συσχετίζονται µε υψηλή
ευσυνειδησία.
Ο αυξηµένος αριθµός διαδικτυακών φίλων στο Facebook σχετίζεται µε ναρκισσιστικά και ιστριονικά χαρακτηριστικά. «Σε κάθε περίπτωση», επισηµαίνει ο κ. Λιάπης, «υπάρχει µεγάλη απόσταση µεταξύ της συχνά πλασµατικής εικόνας που καλλιεργείται συστηµατικά στα social media και του ρεαλιστικού αποτυπώµατος του καθενός στην κανονική ζωή».
Η υπόθεση του πρώην αστυνοµικού και TikToker ανοίγει τον διάλογο για την ανάγκη κριτικής ανάγνωσης της ψηφιακής εικόνας και υπενθυµίζει πως η ψηφιακή δηµοκρατία του λόγου φέρνει και νέους µηχανισµούς συγκάλυψης και εξαπάτησης.
Εφημερίδα «Κυριακάτικη Απογευματινή»