Την αποχώρησή τους από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών για την Εκπαίδευση, την Επιστήμη και τον Πολιτισμό (UNESCO) ανακοίνωσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, επικαλούμενες λόγους που άπτονται της εξωτερικής πολιτικής και των εθνικών τους συμφερόντων.
Η εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Τάμι Μπρους, ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Η UNESCO εργάζεται για την προώθηση διχαστικών κοινωνικών και πολιτιστικών αιτημάτων και εστιάζει υπερβολικά στους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ — μια παγκοσμιοποιημένη, ιδεολογική ατζέντα για τη διεθνή ανάπτυξη που έρχεται σε αντίθεση με την πολιτική του “πρώτα η Αμερική”.»
Αναμενόμενη εξέλιξη για τη διοίκηση Μπάιντεν
Η αποχώρηση είχε προαναγγελθεί από δημοσίευμα της New York Post, το οποίο επικαλούνταν αξιωματούχο του Λευκού Οίκου. Πρόκειται για μια κίνηση με συμβολικό και πρακτικό βάρος, καθώς οι ΗΠΑ υπήρξαν ιστορικά σημαντικός χρηματοδότης της UNESCO.
Ο οργανισμός, με έδρα το Παρίσι, ιδρύθηκε το 1945 με στόχο την προώθηση της ειρήνης μέσω της διεθνούς συνεργασίας στην εκπαίδευση, την επιστήμη και τον πολιτισμό. Παρότι η UNESCO έχει πλέον περιορίσει την εξάρτησή της από τη χρηματοδότηση των ΗΠΑ, η αποχώρηση αναμένεται να επηρεάσει συγκεκριμένα προγράμματα.
Η χρηματοδοτική επίπτωση
Οι Ηνωμένες Πολιτείες κάλυπταν περίπου το 8% του συνολικού προϋπολογισμού της UNESCO — αισθητά μικρότερο ποσοστό σε σχέση με το 20% που παρείχαν προ δεκαετίας, πριν από την προηγούμενη αποχώρησή τους επί προεδρίας Τραμπ.
Η UNESCO δήλωσε ότι πλέον είναι περισσότερο ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ, ωστόσο η απώλεια αυτής της χρηματοδότησης πιθανόν να έχει αντίκτυπο στην υλοποίηση δράσεων, κυρίως σε τομείς όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούσαν ενεργή παρουσία και επιρροή.