Η άνοδος του φασισµού και του ναζισµού στην Ευρώπη επιδρούσε πάνω στους ακραίους, πολιτικούς και στρατιωτικούς, των δύο παρατάξεων της ελληνικής αστικής τάξης, βασιλικούς και βενιζελικούς, και ο καθένας ονειρευόταν και επεδίωκε για λογαριασµό του µια δικτατορία στην Ελλάδα. Ετσι, οι δηµοκρατικοί θεσµοί υποσκάπτονταν από τα ίδια τα µεγάλα κόµµατα και η δηµοκρατία παραδινόταν από µόνη της στην ασφυκτική αγκαλιά της δικτατορίας.
Το αποτυχηµένο βενιζελικό κίνηµα του 1935 και ο θάνατος του Βενιζέλου τον επόµενο χρόνο άφησαν ελεύθερο το πεδίο στη βασιλική παράταξη, ώστε να επιβάλει τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936. Τα τραγούδια του Μάρκου Βαµβακάρη «Οσοι γινούν πρωθυπουργοί» και «Θέλω να γίνω ισχυρός» αποτελούν µαρτυρίες µηνών που προηγήθηκαν της δικτατορίας, µε τη φθορά και την υποτίµηση των κοινοβουλευτικών θεσµών και τις δικτατορικές τάσεις των επίδοξων τυράννων.
Ο Μάρκος Βαµβακάρης γεννήθηκε το 1905 σ’ έναν παλιό συνοικισµό της Ερµούπολης, την Ανω Χώρα. Εµπορικό, βιοµηχανικό και ναυτικό κέντρο η Ερµούπολη, αναπτυγµένος αστικός χώρος, όπου εµφανίστηκαν οι νέες κοινωνικές τάξεις, είχε κοινά στοιχεία µε τη Σµύρνη. Χώρια απ’ αυτά, η συριανή πρωτεύουσα είχε µεγάλη σµυρναίικη και πολίτικη κοινότητα. Ετσι, αν η Σµύρνη ήταν η χοάνη, όπου ποικίλα εθνικά στοιχεία ανακατεύτηκαν κι από το χαρµάνι αυτό ξεπήδησε το λαϊκό τραγούδι, η Ερµούπολη ήταν ένας καλός σταθµός διάδοσής του προς την Ελλάδα.
O Μάρκος γνώρισε και αγάπησε αυτό το είδος, µεταφυτευµένο στη Σύρα, χωρίς να αναρωτηθεί αν είναι ντόπιο, πολίτικο ή σµυρναίικο. Το πρωτάκουσε από τους αποκριάτικους Ζεϊµπέκους της Σύρας και ύστερα από τις κοπέλες των κλωστηρίων και των υφαντουργείων. O πατέρας του Μάρκου Βαµβακάρη ήταν ένας πάµπτωχος, ανειδίκευτος εργάτης, αχθοφόρος στο λιµάνι, καρβουνιάρης και αργότερα καλαθοπλέχτης. Η επιστράτευση του 1912 πήρε τον πατέρα στον πόλεµο και έριξε τη µάνα, έγκυο «µε την κοιλιά δυο µέτρα», και τον εφτάχρονο Μάρκο σ’ ένα κλωστήριο, σαν εργάτες. Χρόνια πολλά αργότερα, ο συνθέτης, απαριθµώντας τα διάφορα επαγγέλµατα που έκανε µικρός, θα γράψει: «Μέσ’ στο κλωστήριο µ’ είχανε κι έκανα πακετάκια, νήµα και κούτσες φέρνανε σε µένα κοριτσάκια».
Και η συµπάθειά του για τις όµορφες κλωστηρούδες θα εκφραστεί µε ζωηρά χρώµατα µέσα από ένα άλλο τραγούδι: «Πότε µέσ’ στα κίτρινα ντυµένη σε κοιτάζω, το λυγερό σου το κορµί κάθουµαι και θαυµάζω, που µέρα νύχτα δε βγαίνεις απ’ τον νου µου αχ, µαυροµάτα µου, τσαχπίνα κλωστηρού µου».
O µικρός Μάρκος έκανε και διάφορες άλλες δουλειές, όπως βοηθός µπακάλη, χασάπη κ.λπ. Αρχισε και να πουλά εφηµερίδες, γυρίζοντας σε όλη την Ερµούπολη. Οταν καθόταν να ξεκουραστεί µέσα σε κάτι χαλάσµατα, διάβαζε τους τίτλους ή και τις λεπτοµέρειες των πολιτικών γεγονότων στις εφηµερίδες. Από τότε ξεκινά το ενδιαφέρον του για την πολιτική, ένα ενδιαφέρον κάπως επιφανειακό, µε πολύ συναίσθηµα, αλλά χωρίς πολλή ανάλυση, ενηµέρωση και βάθος. Οι νίκες του ελληνικού Στρατού στα 1912-13 έδιναν ελπίδες για τερµατισµό του πολέµου και γρήγορη επιστροφή των επιστρατευµένων. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης συγκίνησε τον Μάρκο στην παιδική του µνήµη τόσο πολύ, ώστε πολλά χρόνια αργότερα στη µακεδονική πρωτεύουσα, σε µια καλλιτεχνική περιοδεία του, έγραψε ένα τραγούδι, όπου ενσωµάτωνε τη συγκινηµένη ανάµνηση: «Ωραία την επέρασα µέσ’ στη Θεσσαλονίκη, θυµήθηκα το ’12 που πήραµε τη νίκη».

Η επιµονή του Βενιζέλου να µπει η Ελλάδα στον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο, στο πλευρό της Αντάντ, είχε τον αντίκτυπό της σε πάµπολλες ελληνικές οικογένειες, όπως και στην οικογένεια του Βαµβακάρη.
Το γεγονός αυτό πρέπει να άφησε οδυνηρές εντυπώσεις στον µικρό Μάρκο, τον αποστερηµένο από την προστασία του πατέρα και την οικονοµική άνεση. Ποτέ του δεν χώνεψε ότι µπήκε από παιδί στα βάσανα της σκληρής δουλειάς και ότι άφησε το σχολείο από την τρίτη τάξη του ∆ηµοτικού. Σίγουρα από τότε χρονολογείται ο αντιβενιζελισµός του, που τον έκανε να ψηφίσει την παλινόρθωση της βασιλείας το 1935. Μάλιστα, καλωσόρισε τον ερχοµό του Γεωργίου Β’ µ’ ένα σχετικό τραγούδι. «Στην ξενιτιά σαν ήσουνα, εσύ και οι δικοί σου, πάντα σε περιµένουµε να δούµε τη στολή σου, πάντα σε περιµένουµε να δούµε τη µορφή σου. Ξανάρθες τώρα, βασιλιά, µέσα στην αγκαλιά µας, κανόνισέ τα όµορφα να γειάνεις την καρδιά µας. Μα τώρα που σε φέραµε στους Ελληνες ξηγήσου, προσπάθησε για το καλό κι η Παναγιά µαζί σου. Σε σένα όλοι οι Ελληνες έχουµε την ελπίδα, να ενωθούµε όλοι µαζί, να σώσεις την πατρίδα».
Γύρω στα 1920 έρχεται στον Πειραιά, σε ηλικία 15 χρόνων, δουλεύει για χρόνια αχθοφόρος του λιµανιού, κουβαλώντας κάρβουνο και εµπορεύµατα, και είναι µέλος του σωµατείου γαιανθρακεργατών. Αργότερα (1923-1935) δούλεψε σαν ανειδίκευτος εκδορέας στα σφαγεία του Πειραιά και της Αθήνας. Ηταν κι εκεί οργανωµένος συντεχνιακά, έγραψε µάλιστα και τραγούδι που υποστήριζε µιαν από τις απεργίες του σωµατείου του. Οµως η σκληρότητα και η χυδαιότητα της ζωής πλήγωναν την ευαισθησία του. Η σκληρή δουλειά και διάφορα οικογενειακά προβλήµατα τον έσπρωχναν προς τη «ζωή της µαγκιάς», όπως την έλεγε.
Πολλοί Μικρασιάτες, χωρίς ιδιοκτησία, χωρίς στέγη, άνεργοι ή ηµιαπασχολούµενοι, µε παράνοµα ή ηµιπαράνοµα επαγγέλµατα, είχαν αυξήσει το λούµπεν προλεταριάτο της Αθήνας και του Πειραιά. Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθούν και πολλοί επαρχιώτες που τους ξέβρασε εκεί η εσωτερική µετανάστευση.
Ο Μάρκος Βαµβακάρης εντάσσεται σ’ αυτούς. Γίνεται ο καλλιτεχνικός εκφραστής τους. Τα τραγούδια του κωδικοποιούν τη ζωή της µαγκιάς, εξιδανικεύοντάς την. Αυτά τα τραγούδια, που βγήκαν σε δίσκους από το 1934 µέχρι το 1937 (οπότε επιβλήθηκε σκληρή λογοκρισία), αποτελούν το κυρίως -µέσα στο πολύ µεγαλύτερο και χρονικά εκτεταµένο- σώµα του λαϊκού τραγουδιού.
«Ολοι οι ρεµπέτες του ντουνιά εµένα µ’ αγαπούνε, µόλις θα µ’ αντικρύσουνε θυσία θα γινούνε. Οσοι δε µε γνωρίζουνε, τώρα θα µε γνωρίσουν, εγώ κάνω την τσάρκα µου κι ας µε καλαµπουρίσουν. Κι εγώ φτωχός γεννήθηκα, στον κόσµο έχω γυρίσει, µέσα απ’ τα φύλλα της καρδιάς κι εγώ ’χω µαρτυρήσει. Ολοι οι κουτσαβάκηδες που ζούνε στο κουρµπέτι κι αυτοί µέσ’ στην καρδούλα τους έχουν µεγάλο ντέρτι».
Οµως η εργατική καταγωγή του Βαµβακάρη, οι καταβολές του, οι εµπειρίες του τον κάνουν να βλέπει µε συµπάθεια το προλεταριάτο, τους ανθρώπους της δουλειάς. Εκτός από την κλωστηρού, o αραµπατζής, τα χασαπάκια, τα τσαγκαράκια κι άλλοι εργαζόµενοι παρουσιάζονται µε αγάπη, µέσα στο καθηµερινό τους περιβάλλον, που ανυψώνεται στο επίπεδο µιας πολύχρωµης και χαρούµενης ποίησης.
Η ζωή του Βαµβακάρη κινήθηκε ανάµεσα σ’ αυτούς τους δύο πόλους: από την εργατιά προς το λούµπεν προλεταριάτο και από το λούµπεν προλεταριάτο προς την εργατιά. Και το τραγούδι του εκφράζει και τα δύο.
Κάποτε του αρέσει να παρουσιάζει την κουρασµένη, βασανισµένη µάζα, αυτή που συγκινείται µε τα τραγούδια του, χωρίς να ενδιαφέρεται να την υποδιαιρέσει και να την ταξινοµήσει σε κατηγορίες. Η αλήθεια είναι ότι ούτε και η µάζα του Μεσοπολέµου βιαζόταν να ενταχθεί κοινωνικά µε τρόπο συνειδητό, καθώς ήταν καθηλωµένη στην παλαιοκοµµατική διαµάχη βενιζελικών – βασιλικών.
«Μπαίνω, µε κοιτούνε κι όπου κάτσω µε κερνούνε στον τεκέ και στην ταβέρνα νταλγκαδιάζουνται µ’ εµένα. Κάτσε, Μάρκο! µου φωνάζουν κι εις τα µάτια µε κοιτάζουν κι όσοι έχουνε σεβντάδες εγώ τους βάζω σε νταλγκάδες. Με το κεφάλι κάτω, το ποτήρι τους γεµάτο αργιλές, κρασί και µπύρα, Γεια σου, Μάρκο, από τη Σύρα. Kι έτσι όλοι πια µου λένε, µερικούς κάνω και κλαίνε, σαν χτυπώ διπλοπενιές που ραΐζουνε καρδιές».
Η αµφίβολη, ρευστή και συγκεχυµένη ταξική κατάσταση του Βαµβακάρη δεν του επιτρέπει να δεχτεί την πολιτική ιδεολογία που αντιστοιχεί στην εργατική τάξη. Ετσι, η στάση του είναι εκλεκτική: οι κοινωνικές του αντιλήψεις είναι σχεδόν «σοσιαλιστικές». Τάσσεται µε τους φτωχούς, αντιπαθεί τους πλούσιους, περιφρονεί το χρήµα και καταγγέλλει τον αλλοτριωτικό ρόλο του µέσα στην κοινωνία.
Οµως δεν τον απασχολεί η λύση του κοινωνικού προβλήµατος. Στην πολιτική είναι βασιλικός, µετακινούµενος κάποτε προς τα αριστερά (στη διάρκεια της Κατοχής, ίσως κάτω από την επίδραση του ΕΑΜικού κινήµατος) µέχρι του σηµείου να γράψει κι ένα φιλοκοµµουνιστικό τραγούδι, µε τον χαρακτηριστικό τίτλο «Στην Κοκκινιά την κόκκινη».
Αυτές οι αντιφάσεις, χωρίς να αναιρούν την καλλιτεχνική αξία των τραγουδιών του ή την αξία τους ως µαρτυριών, ιδίως όταν απηχούν και τις λαϊκές αντιλήψεις της εποχής, στοιχειοθετούν την καλλιτεχνική «αφέλεια» του Μάρκου Βαµβακάρη, όσον αφορά τα κοινωνικά και πολιτικά θέµατα. Στο τραγούδι «Θέλω να γίνω ισχυρός» οι αντιφάσεις είναι µεγάλες, ενώ στο «Οσοι γινούν πρωθυπουργοί» είναι πιο ήπιες και κρυµµένες. Οµως ας δούµε ποιο ήταν το πολιτικό κλίµα µέσα από το οποίο ξεπήδησαν τα δύο τραγούδια.
Ηδη από την αρχή της δεκαετίας του ’30 άρχισαν να ξεφυτρώνουν µερικές οργανώσεις µε φασιστικούς και εθνικοσοσιαλιστικούς προσανατολισµούς, όπως ήταν η αντισηµιτική και αντικοµµουνιστική «Εθνική Ενωσις Ελλάς», το «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόµµα» του βασιλόφρονα Γεωργίου Μερκούρη, το επίσης αντικοµµουνιστικό «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόµµα Μακεδονίας-Θράκης», η «Παµφοιτητική Ενωσις» κ.ά.
Κυριακάτικη Απογευματινή