Δυσεύρετο και ακριβό είναι το «κεραμίδι» για τους Έλληνες, καθώς, όπως διαπιστώνει μελέτη της ΤτΕ, οι Έλληνες βρίσκονται στη δυσχερέστερη θέση μεταξύ των Ευρωπαίων αναφορικά με την προσιτότητα της στέγης. Οξύτερο είναι το πρόβλημα για τα νεαρότερα και μικρότερα σε μέγεθος νοικοκυριά, τους άνεργους και τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα.
Άνοδος τιμών
Όπως καταγράφει η ΤτΕ, στην Ελλάδα σχεδόν το 1/3 των νοικοκυριών σε αστικές περιοχές δαπανά πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για την κάλυψη του κόστους που σχετίζεται με τη στέγαση, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται λογαριασμοί υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, ενοίκια, πληρωμές στεγαστικού δανείου και δημοσιονομικά τέλη. Σε συνθήκες ανόδου των τιμών των ακινήτων και του κόστους ενέργειας και υψηλού κόστους δανεισμού, το στεγαστικό κόστος αυξάνεται σταδιακά, καθιστώντας τη στέγαση ακόμη λιγότερο προσιτή για τα εγχώρια νοικοκυριά. Ταυτόχρονα, οι δημόσιες δαπάνες για στέγαση, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι για το 2022 από τις χαμηλότερες μεταξύ των κρατών-μελών.
Ο συνδυασμός των συγκυριών αυτών αναδεικνύει τη σημαντικότητα του ζητήματος της προσιτότητας της στέγασης, καθώς οι αυξημένες δαπάνες των νοικοκυριών για στέγαση έχουν άμεσες κοινωνικές και οικονομικές επιδράσεις. Αφενός τα ελληνικά νοικοκυριά καλούνται να προσαρμόσουν τα καταναλωτικά τους πρότυπα, δεδομένου ότι η ζήτηση στέγασης είναι γενικά ανελαστική. Αφετέρου δυσχεραίνεται η συσσώρευση πλούτου μέσω αποταμιεύσεων, γεγονός που έχει άμεσες επιδράσεις στις επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, αλλά και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Η μελέτη της ΤτΕ χρησιμοποιεί δεδομένα από την Έρευνα για τα Οικονομικά και την Κατανάλωση των Νοικοκυριών το 2018 και το 2021 και κατασκευάζει έναν δείκτη προσιτότητας της στέγασης, ο οποίος ορίζεται ως ο λόγος του κόστους στέγασης προς το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, αλλά και ανάλογα με το βαθμό αστικότητας. Η εξέλιξη του δείκτη υποδηλώνει ότι η στέγαση γίνεται όλο και λιγότερο προσιτή μεταξύ 2018 και 2021, ενώ αναδεικνύει και το ότι το ζήτημα είναι εντονότερο στις αστικές περιοχές, και ιδίως για τα νοικοκυριά που ενοικιάζουν.
Υπερεπιβάρυνση
Μια κύρια διαφορά είναι η διάρθρωση των νοικοκυριών ανά καθεστώς ενοίκησης (ιδιόκτητη ή μισθωμένη κατοικία), καθότι οι ενοικιαστές είναι περισσότεροι στις αστικές περιοχές απ’ ό,τι στις ημιαστικές ή αγροτικές περιοχές. Σε επίπεδο περιφερειών, αλλά και για τα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα, το ποσοστό υπερεπιβάρυνσης από το κόστος στέγασης παρουσιάζει μεγαλύτερες διακυμάνσεις από το διάμεσο ποσοστό δαπανών για στέγαση, υποδηλώνοντας ότι η δυσχερέστερη πρόσβαση σε προσιτή στέγαση μπορεί να επηρεάσει και την εισοδηματική ανισότητα. Συγκεκριμένα, σε περιοχές όπως το Νότιο Αιγαίο, η Ήπειρος, η Αττική, η Θεσσαλονίκη και η Κεντρική Μακεδονία παρατηρούνται τα υψηλότερα ποσοστά νοικοκυριών χωρίς πρόσβαση σε προσιτή στέγαση.
Εφημερίδα Απογευματινή