Μπορεί το μικρό φρενάρισμα του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο 1,7% κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2025 να στερεί από τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, στη σημερινή ομιλία του στη ΔΕΘ έναν πιο φιλόδοξο «πανηγυρικό» για τις αναπτυξιακές επιδόσεις της χώρας μας, ωστόσο επιτρέπει στην κυβέρνηση να αναδεικνύει τις πολιτικές της στην οικονομία και κυρίως τις επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, ως το ισχυρότερο όπλο που έχει απομείνει στη φαρέτρα της.
Τα προσωρινά στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ του δεύτερου τριμήνου, είχαν δύο αναγνώσεις. Για όποιον θέλει να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο, η Ελλάδα εξακολουθεί να αναπτύσσεται με ρυθμούς έστω και κατά τι ισχυρότερους από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (1,7% έναντι 1,5%), αντλώντας καύσιμα πρωτίστως από τη σημαντική αύξηση των επενδύσεων κατά 6,5% σε σύγκριση με πέρυσι (8,5 δισ. ευρώ έναντι 7,695 δισ. ευρώ πέρυσι που αποτελεί το υψηλότερο από το 2010), από την άνοδο των εξαγωγών σε ποσοστό 1,9% και από την περαιτέρω ενίσχυση της καταναλωτικής δαπάνης (+1%).
Με δεδομένο πως το ελληνικό ΑΕΠ εξακολουθεί να εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό πρωτίστως από την κατανάλωση, οι ρυθμοί αύξησης της οποίας αποδυναμώνονται είναι τρεις παράγοντες που εκ των πραγμάτων εκπέμπουν θετικά σήματα για το μέλλον. Αλλά και ως προς το παρελθόν, είχαν ως αποτέλεσμα το δεύτερο τρίμηνο του 2025 να καταγραφεί ως η περίοδος με την καλύτερη επίδοση για το συγκεκριμένο τρίμηνο από την περίοδο της κρίσης.
Για να γίνει αντιληπτό αυτό για το οποίο μιλάμε, στο δεύτερο τρίμηνο της φετινής χρονιάς το ΑΕΠ, σε όρους όγκου και σταθερές τιμές, ξεπέρασε τα 51,102 δισ. ευρώ, όταν πέρυσι αντίστοιχα ήταν στα 50,2 δισ. ευρώ, το 2019 ήταν στα 46,2 δισ. ευρώ και το 2015 στα 43,7 δισ. ευρώ. Σε τρέχουσες τιμές δε, διαμορφώθηκε στα 62,02 δισ. ευρώ έναντι 43,815 δισ. ευρώ το δεύτερο τρίμηνο του 2015, επί ΣΥΡΙΖΑ.
Εστιάζοντας δε, στη μεταβολή του ΑΕΠ μεταξύ πρώτου και δεύτερου τριμήνου, αυτή περιορίστηκε μόλις στο +0,6%. Αυτό σημαίνει ότι το δεύτερο τρίμηνο «προστέθηκαν» μόλις 295 εκατ. ευρώ στην οικονομία. Αθροίζοντας τις επιδόσεις της οικονομίας στο πρώτο και δεύτερο τρίμηνο η ανάπτυξη τρέχει στο πρώτο εξάμηνο με 1,95%, ποσοστό που καθιστά μεν πιο απαιτητικό αλλά δεν εκτροχιάζει τον στόχο για 2,3% σε ετήσια βάση, ειδικά μετά τις εξαιρετικές επιδόσεις στον τουρισμό και τις επενδύσεις που δρομολογούνται ή βρίσκονται σε εξέλιξη.
Η ΕΛΣΤΑΤ αποδίδει αυτήν την προσγείωση κυρίως στη μείωση της καταναλωτικής δαπάνης κατά 0,1% μεταξύ δεύτερου και πρώτου τριμήνου και στη μείωση των εξαγωγών κατά 0,03%. Μιλάμε δηλαδή για ένα «πισωγύρισμα» σε βασικές παραμέτρους που επηρεάζουν την ανάπτυξη και το ερώτημα είναι αν αυτή η κόπωση συνεχιστεί ή ήταν προσωρινή, ώστε να τεθεί υπό αμφισβήτηση η βασική πρόβλεψη πως το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξηθεί φέτος κατά 2,3% όπως έχει προβλεφθεί, υπερβαίνοντας αισθητά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η άλλη πλευρά
Όσοι επιλέξουν να δουν το ποτήρι μισογεμάτο, θα εστιάσουν στο φρενάρισμα της αύξησης του ΑΕΠ τόσο σε ετήσια όσο και σε τριμηναία βάση. Το γεγονός ότι το πρώτο τρίμηνο η Ελλάδα «έτρεχε» με 2,2% και έπεσε στο 1,7% στο δεύτερο συγκριτικά με πέρυσι, χτυπά ένα καμπανάκι, αν και πρέπει να επισημανθεί πως οι επενδύσεις έτρεξαν με υψηλότερο ρυθμό (7,7% από τρίμηνο σε τρίμηνο).
Αμφότερα, σε κάθε περίπτωση προκαλούν προβληματισμό όταν η οικονομία της χώρας μας είναι αποδέκτης δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ αυτήν την περίοδο που θα έπρεπε φυσιολογικά να απογειώσουν το ΑΕΠ.
Διατηρείται ο στόχος του 2,3%
Από το υπουργείο Οικονομικών συνεχίζουν να υιοθετούν το θετικό σενάριο. Το μήνυμα που εξέπεμψε χθες το επιτελείο του υπουργού, Κυριάκου Πιερρακάκη, είναι πως ο στόχος για ανάπτυξη 2,3% το 2025 δεν αναπροσαρμόζεται και παραμένει ως έχει, επισημαίνοντας πως το ΑΕΠ του δεύτερου τριμήνου είναι εντός του εύρους προβλέψεων του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, και αν υπήρξε αρνητική επίδραση, αυτή οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες:
– την επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ στην ΕΕ και άλλες χώρες, με αποτέλεσμα τη δημιουργία σημαντικής διεθνούς οικονομικής αβεβαιότητας, κάτι που επηρέασε τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη,
– την αναταραχή στη Μέση Ανατολή, με επιπτώσεις στις αλυσίδες εφοδιασμού και αυξημένη διακύμανση των τιμών της ενέργειας, επιτείνοντας τη σχετική αβεβαιότητα.
Στη χώρα μας οι εξελίξεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα κυρίως τη μείωση του ρυθμού μεταβολής των αποθεμάτων, σηματοδοτώντας ανάλωση αποθεμάτων έναντι νέων παραγγελιών.
Παρά το φρενάρισμα των ιδιωτικών επενδύσεων, η αύξηση που καταγράφεται τόσο σε σύγκριση με πέρυσι όσο και από το πρώτο στο δεύτερο τρίμηνο αποδίδεται εν πολλοίς στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, με συνολικές απορροφήσεις ύψους 3,26 δισ. ευρώ το δεύτερο τρίμηνο του 2025, έναντι 2,35 δισ. ευρώ το δεύτερο τρίμηνο του 2024.
Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών εκτιμά ότι οι απορροφήσεις αναμένονται ακόμη υψηλότερες τα επόμενα δύο τρίμηνα, μετά και την αύξηση του ΠΔΕ κατά 500 εκατ. ευρώ, που θα διατεθούν το επόμενο διάστημα. Συγκεκριμένα, οι συνολικές απορροφήσεις του εθνικού και συγχρηματοδοτούμενου Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων για το δεύτερο εξάμηνο του 2025 εκτιμώνται σε 9,5 δισ. ευρώ, έναντι 5 δισ. ευρώ που ανήλθαν στο πρώτο εξάμηνο του 2025, με θετικές επιδράσεις στους ρυθμούς ανάπτυξης των επόμενων τριμήνων.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω, πηγές του ΥΠΟΙΚ υποστηρίζουν ότι τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία διατηρεί την αναπτυξιακή δυναμική της, κάτι που αναμένεται να αποτυπωθεί πιο έντονα τα επόμενα τρίμηνα.
«Η αυξημένη τουριστική κίνηση, η υλοποίηση του μεγαλύτερου Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων που έχει πραγματοποιηθεί ποτέ στη χώρα, η σημαντική επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, τα νέα μέτρα ενίσχυσης του εισοδήματος που έχουν ανακοινωθεί και υλοποιούνται τα περισσότερα εξ αυτών το δεύτερο εξάμηνο του έτους, και η σχετική μείωση της ακραίας αβεβαιότητας που παρατηρήθηκε το προηγούμενο τρίμηνο, αποτελούν βάσιμους λόγους προς αυτήν την κατεύθυνση», επισημαίνεται.
Εφημερίδα Απογευματινή