Πάνω από το φράγμα του 1 τρισ. ευρώ κινείται πλέον ο πλούτος των ελληνικών νοικοκυριών, με την αξία των περιουσιακών στοιχείων ενεργητικού να καταγράφει σημαντική άνοδο από το 2022, έχοντας ανακτήσει το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών της περασμένης δεκαετίας, στην κορύφωση της οικονομικής κρίσης, όπως διαπιστώνει μελέτη της Alpha Bank. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η αξία του ακαθάριστου πλούτου (σ.σ. δεν έχει αφαιρεθεί το ιδιωτικό χρέος) των ελληνικών νοικοκυριών ξεπέρασε το 1 τρισ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2025, καταγράφοντας τα υψηλότερα επίπεδα από το 2011 και έχοντας αυξηθεί κατά 200 δισ. ευρώ από το 2018 έως σήμερα.
Σημειώνεται ότι πειραματικά στοιχεία λογαριασμών κατανομής πλούτου που καταρτίζονται από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και είχε δημοσιεύσει η Τράπεζα της Ελλάδος για το α΄ τρίμηνο του 2025, είχαν δείξει ότι ο προσαρμοσμένος καθαρός πλούτος ανά κάτοικο στην Ελλάδα είχε αυξηθεί σε 87,6 χιλ. ευρώ, έναντι 81,1 χιλ. ευρώ (+8%) το α΄ τρίμηνο του 2024.
Κατανομή
Η άνοδος του πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση των τιμών των κατοικιών, όπως προκύπτει από τη μελέτη της Alpha Bank, επιβεβαιώνοντας το ότι κάθε νόμισμα (εν προκειμένω η άνοδος των τιμών των ακινήτων) έχει δύο όψεις. Όπως αναφέρει η μελέτη της Alpha Bank, η άνοδος της αξίας του πλούτου των νοικοκυριών την τελευταία τριετία αποδίδεται στην αύξηση τόσο του χρηματοοικονομικού όσο και του μη χρηματοοικονομικού πλούτου. Ο χρηματοοικονομικός πλούτος των νοικοκυριών περιλαμβάνει τις καταθέσεις, τα ομόλογα, τις εισηγμένες μετοχές, τον χρηματοοικονομικό επιχειρηματικό πλούτο (μη εισηγμένες μετοχές και λοιπές εταιρικές συμμετοχές), τα αμοιβαία/επενδυτικά κεφάλαια και τα ασφαλιστικά προϊόντα ζωής. Αντίστοιχα ο μη χρηματοοικονομικός πλούτος περιλαμβάνει τα ακίνητα και τον μη χρηματοοικονομικό επιχειρηματικό πλούτο (πάγια περιουσιακά στοιχεία εκτός κατοικιών).
87.600 ευρώ ο προσαρμοσμένος καθαρός πλούτος ανά κάτοικο στην Ελλάδα το α΄ τρίμηνο του 2025 (+8% από το 2024)
Όπως διαπιστώνει η Alpha Bank, το πρώτο τρίμηνο του 2018, έτος κατά το οποίο είχε ξεκινήσει η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, ο συνολικός ακαθάριστος πλούτος των νοικοκυριών προσέγγισε τα 0,8 τρισ. ευρώ, με το 73% αυτού να προέρχεται από τον μη χρηματοοικονομικό πλούτο και το υπόλοιπο 27% από τον χρηματοοικονομικό πλούτο. Επτά χρόνια αργότερα, ο συνολικός ακαθάριστος πλούτος των νοικοκυριών σε τρέχουσες τιμές έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 200 δισ. ευρώ, γεγονός που μπορεί να ερμηνευθεί από την ανατίμηση των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων (σ.σ. ενδεικτικά, στο τέλος του 2018 η χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων μετοχών στο ΧΑΑ ανερχόταν σε 45 δισ. με συμμετοχή 35% Ελλήνων επενδυτών και σήμερα ξεπερνά τα 141 δισ. ευρώ με συμμετοχή 30,7% Ελλήνων επενδυτών), αλλά και από τη δημιουργία νέου πλούτου (σ.σ. ενδεικτικά, οι καταθέσεις των νοικοκυριών έχουν αυξηθεί στο διάστημα αυτό από τα 109,419 δισ. στα 151,177 δισ. ευρώ), ενώ η αναλογία μη χρηματοοικονομικού και χρηματοοικονομικού πλούτου έχει μεταβληθεί ελαφρώς υπέρ του δεύτερου (67% έναντι 33%).
Από ακίνητα προέρχεται ο ακαθάριστος πλούτος για το 90% των νοικοκυριών
Η αξία όλων των περιουσιακών στοιχείων αυξήθηκε κατά το εν λόγω διάστημα, ωστόσο η αύξηση της αξίας των υποκατηγοριών του χρηματοοικονομικού πλούτου υπήρξε σημαντικά μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των περιουσιακών στοιχείων του μη χρηματοοικονομικού πλούτου, αντανακλώντας, μεταξύ άλλων, την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, με αποτέλεσμα να αυξηθούν τα μερίδιά τους στον συνολικό ακαθάριστο πλούτο. Συγκεκριμένα, ο χρηματοοικονομικός επιχειρηματικός πλούτος κατέγραψε τη μεγαλύτερη αύξηση μεριδίου, ενώ ακολούθησαν τα αμοιβαία/ επενδυτικά κεφάλαια, τα ομόλογα, οι εισηγμένες μετοχές και σχεδόν αμετάβλητο παρέμεινε το μερίδιο των καταθέσεων και των ασφαλιστικών προϊόντων ζωής.
151,177 δισ. € οι καταθέσεις των νοικοκυριών το α΄ τρίμηνο 2025 (από 109,419 δισ. € το 2018)
Όπως αναφέρει η μελέτη της Alpha Bank, στην Ελλάδα, ο ακαθάριστος πλούτος για το 90% των νοικοκυριών προέρχεται κυρίως από τα ακίνητα -γεγονός που συνδέεται με το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης που καταγράφεται διαχρονικά στη χώρα μας- και δευτερευόντως από τις καταθέσεις και τον χρηματοοικονομικό επιχειρηματικό πλούτο. Όσον αφορά στο «πλουσιότερο» 10% των νοικοκυριών στην Ελλάδα, υπάρχει μεγαλύτερη διαφοροποίηση στα περιουσιακά στοιχεία που διακρατούν. Η αναλογία μη χρηματοοικονομικού έναντι χρηματοοικονομικού πλούτου περιορίζεται σημαντικά (55% έναντι 45%). Η αξία των λοιπών κατηγοριών χρηματοοικονομικού πλούτου, που περιλαμβάνει δηλαδή τα ομόλογα, τις εισηγμένες μετοχές, τα αμοιβαία/επενδυτικά κεφάλαια και τα ασφαλιστικά προϊόντα ζωής, αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό ποσοστό που φθάνει το 13% του συνολικού ακαθάριστου πλούτου που κατέχουν.
Παρόμοιες τάσεις
Σε επίπεδο Ευρωζώνης, τα ακίνητα παραμένουν η κυριότερη πηγή προέλευσης του πλούτου. Στο 90% των νοικοκυριών το μερίδιο των ακινήτων στον συνολικό πλούτο διαμορφώνεται ελαφρώς χαμηλότερα σε σύγκριση με την Ελλάδα (69% έναντι 72%), ενώ στο «πλουσιότερο» 10% των νοικοκυριών το μερίδιο διαμορφώνεται σε παρόμοια με τη χώρα μας επίπεδα (46%). Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η συμμετοχή του χρηματοοικονομικού επιχειρηματικού πλούτου είναι αρκετά περιορισμένη -με εξαίρεση το «πλουσιότερο» 10% των νοικοκυριών- ενώ σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με τη χώρα μας παρατηρείται στα ποσοστά που κατέχουν οι λοιπές κατηγορίες χρηματοοικονομικού πλούτου.
Εφημερίδα Απογευματινή










