Τι αποφάσισαν στο Κάιρο ο Γεραπετρίτης και ο ομόλογός του

Η Αθήνα μεταξύ Σινά και Λιβύης
09:25 - 5 Ιουνίου 2025

Ούτε λευκός ούτε μαύρος καπνός βγήκε από τη συνάντηση της ελληνικής αποστολής με επικεφαλής τον υπουργό Εξωτερικών, Γιώργο Γεραπετρίτη, στο Κάιρο για την υπόθεση της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης στο Σινά.

Ύστερα από αρκετές ώρες διαβουλεύσεων οι Αιγύπτιοι περιορίστηκαν στο να διαβεβαιώσουν ότι θα συνεχιστεί απρόσκοπτα η λειτουργία της μονής, ότι θα διαφυλαχθεί ο ορθόδοξος χαρακτήρας της με το ιδιοκτησιακό να παραπέμπεται στη συνέχεια διαπραγματεύσεων.

Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών είπε ότι πρέπει να διατηρηθεί το status quo της μονής και ότι συμφωνήθηκε με την αιγυπτιακή πλευρά «το αμέσως επόμενο διάστημα να εργαστούμε προς την κατεύθυνση της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων της μονής, καθώς επίσης και της νομικής της μορφής και προσωπικότητας».

Στελέχη της ελληνικής αντιπροσωπείας σχολίαζαν ότι εξήγησαν την πολιτική διάσταση και ότι «με όλο τον σεβασμό στην αιγυπτιακή Δικαιοσύνη» τόνισαν ότι «πρέπει λαμβάνονται υπόψη και τα θέματα Διεθνούς Δικαίου σε ό,τι αφορά την παγκόσμια κληρονομιά και ότι πρέπει προστατευθεί το status quo του ιστορικού μοναστηριού».

Πάντως, όσο περνούν οι μέρες όλο και περισσότερα στοιχεία έρχονται στο φως, καθώς με κάθε επόμενη κίνηση της Αιγύπτου επιβεβαιώνεται η εκτίμηση ότι η απόφαση για την Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά ήταν πολιτική και όχι μία δικαστική εξέλιξη.

Καμιά δικαστική απόφαση που δεν επιθυμεί ο Αιγύπτιος πρόεδρος δεν θα μπορούσε να εκδοθεί όταν έχει προεκτάσεις και παρενέργειες στην εξωτερική πολιτική της χώρας.

Αν ο Σίσι δεν ήθελε, η δικαστική απόφαση δεν θα υπήρχε και εξάλλου η άμεση ευθυγράμμισή του με το περιεχόμενό της μέσω ανακοίνωσης της προεδρίας, δείχνει ότι ήταν μία μεθοδευμένη πολιτική διαδικασία.
Οπότε το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι «γιατί».

Η πίεση από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους οι οποίοι παρά την προ ετών ανατροπή της κυβέρνησης Μόρσι από τον Σίσι παραμένουν πανίσχυροι στην Αίγυπτο είναι μία διάσταση της εξήγησης, η οποία έχει πολλά επίπεδα χωρίς να αποκλείουν το ένα το άλλο, αντιθέτως.

Το να επιχειρεί ο Σίσι να ικανοποιήσει ένα μέρος της ισλαμικής κοινής γνώμης είναι λογική ως υπόθεση αλλά δεν αρκεί για να αιτιολογήσει το ρίσκο της σοβαρής διατάραξης των σχέσεων με την Ελλάδα.

Τα μεγάλα τουριστικά project που δρομολογούνται στην περιοχή του Σινά και που εντάσσονται στον ευρύτερο φαραωνικό τουριστικό μετασχηματισμό που υλοποιείται και από τον οποίο θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό τα μελλοντικά έσοδα της Αιγύπτου, η οποία εκρήγνυται πληθυσμιακά, διψά ενεργειακά παρά τα κοιτάσματα και έχει απολέσει σημαντικά έσοδα από τη Διώρυγα του Σουέζ, είναι κάτι που μπορεί να αιτιολογήσει την απόφαση.

Τα οικονομικά μεγέθη και τα συμφέροντα είναι μεγάλα και η πίεση προς τον Σίσι αντίστοιχη.

Εξάλλου, βλέποντας την υποτονική αντίδραση της Ελλάδας σε διάφορα άλλα θέματα εξωτερικής πολιτικής και την ευκολία με την οποία προσαρμόζεται ακόμα και όταν διακυβεύονται ή πλήττονται συμφέροντά της, πιθανόν να εκτίμησε ότι και σε αυτή την περίπτωση η κρίση θα είναι ελεγχόμενη και οριοθετημένη.

Φαίνεται όμως ότι υπάρχει κάτι μεγαλύτερο για το οποίο αξίζει το ρίσκο της επιδείνωσης των σχέσεων με τη χώρα μας.

Το καθεστώς της Χερσονήσου του Σινά ως γνωστόν διέπεται από τη Συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ, όταν οι Ισραηλινοί που την κατείχαν από το ‘67 μέχρι το ´79 την επέστρεψαν στους Αιγυπτίους κατόπιν αμερικανικής διαμεσολάβησης, υπό όρους που μέχρι σήμερα ρυθμίζουν σε ζώνες την αντίστοιχη στρατιωτική παρουσία και δραστηριότητα στην περιοχή.

Το Ισραήλ κατηγορεί εδώ και καιρό την Αίγυπτο ότι παραβιάζει τη Συμφωνία και ότι σιωπηρά στρατιωτικοποιεί τη Χερσόνησο.

Η τωρινή δικαστική απόφαση μεταβάλλει το εδαφικό καθεστώς τμήματος της Χερσονήσου αλλοιώνοντας την ισχύουσα χρήση και ιδιοκτησία (που το ίδιο το αιγυπτιακό κράτος έχει αναγνωρίσει), κατά μία έννοια «ξηλώνοντας» ένα μέρος του status quo που «πάγωσε» με τη συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ.

Εξάλλου οι Αιγύπτιοι, ανεξαρτήτως καθεστώτος, είναι καχύποπτοι με το μοναστήρι.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι το Ισραήλ δεν βλέπει με καλό μάτι την αναθεώρηση του καθεστώτος της μονής διότι θεωρεί ότι είναι μέρος ενός σχεδίου για την αναθεώρηση της Συμφωνίας του Καμπ Ντέιβιντ και αυτό έρχεται να συνδυαστεί με τις καταγγελίες τους ότι οι Αιγύπτιοι επαναστρατιωτικοποιούν τη Χερσόνησο.

Και ο λόγος της στρατιωτικοποίησης είναι μία πιθανή νέα σύγκρουση με το Ισραήλ.

Επίσης δεν πέρασε απαρατήρητο ότι η Αίγυπτος τις προηγούμενες εβδομάδες διεξήγαγε στρατιωτική άσκηση με την Κίνα και σε ορισμένες πρωτεύουσες αυτό χτύπησε καμπανάκια. Μεταξύ άλλων για το ποια στάση θα τηρήσει το Κάιρο στον πλανητικό γεωπολιτικό ανταγωνισμό που εξελίσσεται για τους μεγάλους εμπορευματικούς διαδρόμους. Τον IMEC – στον οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται, τουλάχιστον όχι κεντρικά, εν αντιθέσει με την Ελλάδα που είναι κομβική- και τον κινεζικό νέο «δρόμο του μεταξιού».

Εν τω μεταξύ ένα νέο μέτωπο προκαλεί ανησυχία στην Αθήνα. Αυτό της Λιβύης, καθώς η Τουρκία φέρεται να έχει προσεγγίσει τον παλιό μας γνώριμο στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ, ο οποίος προελαύνει με τη βοήθεια των Ρώσων (και όχι μόνο) και εξωθεί σε ανατροπή τον πρωθυπουργό Αμπντέλ Χαμίντ Ντμπεϊμπά.

Ο Ντπεϊμπά είναι ο εκλεκτός της Άγκυρας η οποία τον στήριξε στρατιωτικά και τον επέβαλε, αλλά τώρα με χαρακτηριστική ευκολία τον παράτησε και προσέγγισε τον παλαιό αντίπαλό της Χαφτάρ και το λιβυκό Κοινοβούλιο (στο οποίο πρόεδρος είναι ο επίσης γνώριμός μας Ακίλα Σάλεχ) για να αναγνωρίσουν το τουρκολιβυκό μνημόνιο.

Στην απευκταία περίπτωση που αυτό συμβεί, θα είναι το δεύτερο σοβαρό πλήγμα για την Ελλάδα στην περιοχή και θα πρέπει να προβληματίσουν την Αθήνα οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνουν όλα αυτά. Οι εξηγήσεις δεν είναι δύσκολες.

Εφημερίδα Απογευματινή