Ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Χρήστος Κέλλας τοποθετήθηκε για την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ, αναφερόμενος στις συνομιλίες που περιλαμβάνονται στη δικογραφία και φέρονται να αναφέρονται σε αυτόν. Συγκεκριμένα, διευκρίνισε ότι δεν έχει επισκεφτεί τον ΟΠΕΚΕΠΕ τουλάχιστον για 1,5 χρόνο και πως δεν τίθεται θέμα παραίτησης από το αξίωμά του. Όπως ανέφερε, “Δέκα χρόνια που ήμουν βουλευτής δεν έχω πάει ούτε μπουκαλάκι σε κανέναν, ούτε ζήτησα ρουσφέτι από το ΟΠΕΚΕΠΕ”.
Μιλώντας στο ΕΡΤNews, ο κ. Κέλλας πρόσθεσε ότι η δημοσιοποίηση αποκομμάτων από τις συνομιλίες αλλοιώνει το νόημα της συνομιλίας και κάλεσε να δημοσιοποιηθούν ολόκληρες οι συνομιλίες, προκειμένου να είναι σαφής η εικόνα. “Αυτοί οι διάλογοι διεξάγονται την εποχή της έξαρσης της ευλογιάς και της πανώλης και έτρεχα σε όλη τη χώρα για να διαχειριστώ την κατάσταση”, σημείωσε.
Κέλλας: «Δε μου ζητήθηκε ποτέ η παραίτηση»
Ο υφυπουργός απέρριψε τις επικρίσεις για την εμπλοκή του στον ΟΠΕΚΕΠΕ και για φημολογούμενα ρουσφέτια, αναφέροντας ότι δεν του ζητήθηκε ποτέ να παραιτηθεί και ότι ο πρωθυπουργός και οι αρμόδιοι εξέτασαν το ζήτημα και το έκριναν μη σοβαρό.
Όσον αφορά την κατάσταση στον ΟΠΕΚΕΠΕ, τόνισε ότι οι πληρωμές συνεχίζονται κανονικά και ήδη γίνονται πληρωμές άνω των 400 εκατομμυρίων ευρώ στον αγροτικό κόσμο, με αυστηρούς ελέγχους για διασταύρωση των στοιχείων. Σημείωσε επίσης ότι από το 2019 έχει γίνει βελτίωση στην κατάσταση του οργανισμού και παραπομπή πρώην πρόεδρου του ΟΠΕΚΕΠΕ στα δικαστήρια για κατηγορίες.
Ο κ. Κέλλας αναφέρθηκε και στο μέγεθος του ΟΠΕΚΕΠΕ, τονίζοντας ότι ο οργανισμός απασχολεί 600 υπαλλήλους και πληρώνει κάθε χρόνο περίπου 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ σε επιδοτήσεις. Επισήμανε ότι το πρόβλημα του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι διαχρονικό και σημείωσε ότι από το 1998 έως σήμερα έχουν επιβληθεί πρόστιμα ύψους 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Σχετικά με τα ελέγχους, ανέφερε ότι οι κτηνοτρόφοι δηλώνουν τα ζώα τους στις ΔΑΟΚ των Περιφερειών, οι οποίες έχουν την αρμοδιότητα των ελέγχων, και πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση προχωρά σε αλλαγές για την ενίσχυση του συστήματος ελέγχου, όπως η ολοκλήρωση του κτηματολογίου και η ενίσχυση των διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης.