Νέο επεισόδιο στην υπόθεση του ηλεκτρικού καλωδίου διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου προκάλεσε δημοσίευμα της κυπριακής εφημερίδας Φιλελεύθερος, σύμφωνα με το οποίο ο ΑΔΜΗΕ υπέβαλε ένσταση στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου (ΡΑΕΚ) για οικονομικές ρυθμίσεις που αφορούν το έργο.
Η ένσταση του Διαχειριστή φέρεται να αφορά την απόφαση της ΡΑΕΚ να εγκρίνει ανάκτηση εξόδων ύψους 82 εκατ. ευρώ, με δικαίωμα είσπραξης μόλις 25 εκατ. ευρώ για την περίοδο Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2025. Αντίθετα, ο ΑΔΜΗΕ φέρεται να διεκδικεί 251 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε δαπάνες που, σύμφωνα με τον ίδιο, έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του έργου.
Οργισμένη αντίδραση Χριστοδουλίδη
Ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, απάντησε με ιδιαίτερα σκληρό ύφος στις κινήσεις του ΑΔΜΗΕ.
«Αν ο επικεφαλής του ΑΔΜΗΕ νομίζει ότι με επιστολές ή με πληρωμένες καταχωρήσεις εκβιάζεται η Κυπριακή Κυβέρνηση, προφανώς δεν ξέρει με ποιους έχει να κάνει», δήλωσε χαρακτηριστικά, στέλνοντας σαφές μήνυμα προς την ελληνική πλευρά.
Ο κ. Χριστοδουλίδης υπογράμμισε πως για το συγκεκριμένο έργο υπάρχει πλήρης συνεννόηση και συμφωνία-πλαίσιο ανάμεσα στην ελληνική και την κυπριακή κυβέρνηση, η οποία επιβεβαιώθηκε στη συνάντηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στη Νέα Υόρκη.
«Η Κυπριακή Κυβέρνηση δεν εκβιάζεται από κανέναν επικεφαλής του ΑΔΜΗΕ και είναι εδώ για να στηρίξει μόνο τα συμφέροντα του κυπριακού λαού», πρόσθεσε ο Κύπριος Πρόεδρος.
«Η ελληνική κυβέρνηση δεν αποφασίζει για τον ΑΔΜΗΕ»
Σε ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με το γεγονός ότι μεγαλομέτοχος του ΑΔΜΗΕ είναι η Ελληνική Κυβέρνηση, ο κ. Χριστοδουλίδης απάντησε ότι οι ενέργειες της διοίκησης του Διαχειριστή δεν υπαγορεύονται από την Αθήνα:
«Δεν είναι η ελληνική κυβέρνηση που αποφασίζει για τις επιστολές του ΑΔΜΗΕ. Με την ελληνική κυβέρνηση υπάρχει συμφωνημένο πλαίσιο για το πώς προχωρά το έργο και ποιες είναι οι υποχρεώσεις του καθενός».
Ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας επανέλαβε πως το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης αποτελεί στρατηγικής σημασίας συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, η οποία, παρά τις εντάσεις, «θα προχωρήσει στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και του κοινού συμφέροντος».