«Επιτέλους Μόνος»: Το βιβλίο του Θανάση Νιάρχου για τους ανθρώπους της τέχνης

Πώς είναι άραγε οι άνθρωποι της τέχνης (της λογοτεχνίας, το θεάτρου, του κινηματογράφου, των εικαστικών) στην καθημερινή τους ζωή ή κατά τη διάρκεια των επαγγελματικών τους συναναστροφών στις αργόσυρτες μικρές ώρες της εστίασης και του ποτού;
16:30 - 10 Μαΐου 2025

Πώς είναι άραγε οι άνθρωποι της τέχνης (της λογοτεχνίας, το θεάτρου, του κινηματογράφου, των εικαστικών) στην καθημερινή τους ζωή ή κατά τη διάρκεια των επαγγελματικών τους συναναστροφών στις αργόσυρτες μικρές ώρες της εστίασης και του ποτού; Τι λέγεται και τι δεν λέγεται στις κουβέντες τους; Πώς λειτουργεί ο κόσμος των μέσων μαζικής ενημέρωσης και ειδικά της πολιτιστικής δημοσιογραφίας; Πώς διοργανώνονται εκθέσεις και εκδηλώσεις που έχουν να κάνουν με την παρουσίαση βιβλίων, με την περιήγηση σε μεγάλες θεματικές ενότητες ή με την ξενάγηση στο έργο σημαντικών δημιουργών; Πώς εκδίδεται και πώς λειτουργεί επί σειρά ετών ένα μακρόβιο μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό; Και τι δουλειά μπορεί επίσης να έχουν με όλα αυτά οι πολιτικοί;

Σε ανάλογα και σε άλλα, ποικίλης φύσεως ερωτήματα έρχεται να απαντήσει το βιβλίο του Θανάση Νιάρχου «Επιτέλους μόνος», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Το βιβλίο περιέχει σελίδες από τα ημερολόγια του Νιάρχου μεταξύ 1981 και 2018. Η εξέλιξη των ημερομηνιών είναι, βεβαίως, γραμμική, όχι, όμως, και συνεχής. Σίγουρα πάντως στις σελίδες των ημερολογίων χωράει ένα μεγάλο μέρος της μεταπολιτευτικής εποχής, όταν η τέχνη άρχισε να απευθύνεται σε ένα όλο και ευρύτερο κοινό και να το απασχολεί όσο και τα πολιτικά ή τα κοινωνικά γεγονότα της ίδιας περιόδου.

Ποιητής, συνεκδότης μαζί με τον Αντώνη Φωστιέρη του περιοδικού «Η λέξη», δημοσιογράφος, επιμελητής βιβλίων και συλλογικών εκδόσεων, συγγραφέας και προπάντων άγρυπνος παρατηρητής του πολιτιστικού γίγνεσθαι, ο Νιάρχος δεν γράφει στα ημερολόγια για τον εαυτό του ή μάλλον γράφει για τον εαυτό του μόνο σε σχέση με την παρουσία, με την κίνηση, με τις χειρονομίες και με τις φωνές των άλλων. Ο Νιάρχος θεωρεί πως το οποιοδήποτε εγώ (και έτι περαιτέρω το δικό του) αποτελεί ένα μικρό υποσύνολο της γενικής εικόνας και η γενική εικόνα της κοινωνίας και του πολιτισμού συνιστά στην πραγματικότητα το αληθινό μέτρο για να υπολογίσουμε και για να συναισθανθούμε την αξία και τη σημασία του πληθυντικού βιώματος εφόσον ενσωματώνει την εμπειρία του ατομικού πυρήνα.

Ξεκινώντας σε μια τέτοια θεώρηση από τα πρόσωπα της πολιτικής (Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Νίκος Δένδιας, Ντόρα Μπακογιάννη, Γιώργος Παπανδρέου, Κώστας Λαλιώτης, Κώστας Σημίτης, Ευάγγελος Βενιζέλος, Νίκος Σηφουνάκης μεταξύ άλλων), ο Νιάρχος τα βλέπει χαλαρά και απροκατάληπτα: μπορεί κάποιες φορές να προκαλούν καχυποψία (και πάλι με την προσωπικότητα και όχι με την πολιτική τους), ο ίδιος, ωστόσο, τα παρακολουθεί στο επίπεδο των δημοσίων σχέσεων και του κοινωνικού βίου: με την ευγένεια και με την αδιαφορία τους, με την προθυμία και με τη χαρά τους ή και με κάτι που παραμένει κάπως κρυφό και ανεξιχνίαστο (για το καλό ή για το κακό). Τα μεγάλα συμβάντα και οι ελληνικές κρίσεις περνούν αστραπιαία πλην κάθε άλλο παρά αδιάφορα από τις ημερολογιακές εγγραφές. Τόσο ώστε να μην υποβιβαστεί το βάρος τους και όσο ώστε να μην ξεχειλίσει και να μην παραστρατήσει η αφήγηση.

Οι συγγραφείς (ανάμεσα σε άλλους ο Θανάσης Βαλτινός, ο Μένης Κουμανταρέας, ο Χριστόφορος Λιοντάκης, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Γιάννης Κοντός, ο Τίτος Πατρίκιος, η Κική Δημουλά, η Νόρα Αναγνωστάκη) και οι ηθοποιοί (παραδείγματος χάριν η Λυδία Κονιόρδου, η Ζωή Λάσκαρη, η Έλενα Ναθαναήλ, ο Σταμάτης Φασουλής, η Ζωζώ Σαπουντζάκη) είναι πιο κοντά στον Νιάρχο. Μαζί σε θέατρα, σε εστιατόρια κι σε μπαρ, με τις φιλοδοξίες, τις ματαιοδοξίες και τους ανταγωνισμούς τους, με τις μεγάλες κακίες, αλλά και με τις μεγάλες αγάπες τους συνιστούν το καθημερινό περιβάλλον του, γεμίζουν τις νύχτες του και απασχολούν αδιάπτωτα ημέρες του. Με τους κριτικούς της λογοτεχνίας (Αλέξανδρος Αργυρίου, Σπύρος Τσακνιάς, Μάρη Θεοδοσοπούλου) και του θεάτρου (Κώστας Γεωργουσόπουλος, Γιάννης Βαρβέρης) και με τους δημοσιογράφους (Σεραφείμ Φυντανίδης, Δημήτρης Μητρόπουλος, Χρήστος Μεμής, Βαγγέλης Λαλιούτης, Βασίλης Λουμπρίνης) ο ημερολογιογράφος μοιράζεται φιλικές σχέσεις και επαγγελματικά ζητήματα που μας πηγαίνουν στη δημοσιογραφία της τέχνης και στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ, δείχνοντάς μας πώς γίνονται οι συνεντεύξεις, τα αφιερώματα και οι εκτεταμένες και μακροχρόνιες έρευνες. Υπάρχουν ακόμα οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι (Δ. Ν. Μαρωνίτης, Γ. Π, Σαββίδης) με τις γενναιοδωρίες και τις προκαταλήψεις τους, αλλά και πλήθος εκδότες, τυπογράφοι, τεχνικοί, σκηνοθέτες και τραγουδιστές που συμπληρώνουν αρμονικά το φάσμα.

Κι αν ο Νιάρχος έχει ανάγκη να μείνει κάποτε μόνος, όπως το θέλει και ο τίτλος του βιβλίου του, για να σκεφτεί, για να αναλογιστεί ή και για να πενθήσει πιο ελεύθερα, δεν θα αποχωριστεί ως εξ αυτού ποτέ τους φίλους και τις συντροφιές τους ούτε όσα τους έφεραν και τους κράτησαν τον έναν δίπλα στον άλλο. Πρόκειται, άλλωστε, για ολόκληρη τη μεταπολίτευση.