Οι οσμές που αναδίδονται από τις αποκαλύψεις σε χώρους όπου παραδοσιακά ο λαός εμπιστεύεται, όπως είναι η Εκκλησία, είναι φυσικό να προκαλούν προβληματισμό και να δίνουν επιχειρήματα στους εχθρούς της θρησκείας. Βεβαίως, οι γενικεύσεις είναι επικίνδυνες και άδικες. Επικίνδυνες διότι δεν μπορεί ολόκληροι θεσμοί να απαξιώνονται από τους λίγους, αλλά και άδικοι διότι οι λίγοι δεν μπορούν να σφραγίζουν με τη συμπεριφορά τους την ηθική διάσταση των πολλών.
Η παρατήρηση όμως αυτή, που ουσιαστικώς αποσκοπεί στο να θέσει τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις, δεν μπορεί, εντούτοις, να αλλοιώσει την πραγματικότητα που έχει δημιουργηθεί. Μπορεί δηλαδή οι πολίτες να αποδέχονται την αρχή της μη γενίκευσης, αλλά, παρ’ όλα αυτά, όταν χρειασθεί να έλθουν σε οιασδήποτε μορφής επαφή με εκπρόσωπο των χώρων από τους οποίους αναδίδονται οι αναθυμιάσεις διαφθοράς, είναι λογικό να διατηρούν τις επιφυλάξεις τους, μη γνωρίζοντας τελικώς αν αυτός που συναντούν ανήκει στους πολλούς εντίμους ή στους λίγους διεφθαρμένους. Από την άλλη πλευρά, καθώς και τα μέλη της Εκκλησίας είναι άνθρωποι που προφανώς δεν έχουν ξεπεράσει τις ανθρώπινες αδυναμίες τους ή που η προσήλωσή τους στο Υπερβατικό δεν τους έχει ακυρώσει τα πάθη, θα μπορούσε να πει κανείς ότι, λογικά, δεν θα πρέπει να εντυπωσιαζόμαστε με αποκαλύψεις που αφορούν τον συγκεκριμένο θρησκευτικό χώρο.
Ασφαλώς και υπάρχει μια σαφής διαφορά ουσίας μεταξύ των φαινομένων διαφθοράς σε άλλους θεσμικούς χώρους που αποκαλύπτονται κατά καιρούς και των φαινομένων διαφθοράς στην Εκκλησία. Στην περίπτωση της Εκκλησίας, αυτό που εκπροσωπεί έχει να κάνει με τις εσωτερικές μας αναζητήσεις και την υπερβατική διάσταση της πίστης. Αν εμφανιστεί ένα πρόβλημα διαφθοράς στον χώρο της Δικαιοσύνης λ.χ. -για να πάρουμε ως ενδεικτικό παράδειγμα έναν κεφαλαιώδη θεσμό-, τότε σε αυτήν την περίπτωση ο πολίτης μπορεί να αισθανθεί απροστάτευτος από πάσης φύσεως αδικίες και αυθαιρεσίες και να ζει με το άγχος της δικαιολογημένης ανασφάλειας έναντι αυτών που τον αδικούν, είτε είναι το ίδιο το κράτος είτε απλοί συμπολίτες του.
Στην περίπτωση της Εκκλησίας οι θρησκευόμενοι δεν αισθάνονται βεβαίως αδικούμενοι, ούτε ουσιαστικώς η πίστη τους μπορεί να κλονισθεί, διότι αφενός η πίστη τους είναι ζήτημα προσωπικής μεταφυσικής και αφετέρου δεν είναι οι ιερωμένοι που τους την ενισχύουν ή την αποδυναμώνουν, αλλά ο τρόπος με τον οποίον προσεγγίζουν το Υπερβατικό και το τι ενδόμυχα πιστεύουν γι’ αυτό. Πέραν αυτού και δεδομένου ότι τα όσα αποκαλύπτονται αφορούν υψηλά ιστάμενους στην εκκλησιαστική ιεραρχία και όχι στον απλό κλήρο, οι πιστοί μπορούν και κάνουν τον σαφή διαχωρισμό μεταξύ αυτών που πραγματικά βρίσκονται μεταξύ του λαού και εκείνων που τον σκανδαλίζουν.
Εφημερίδα Απογευματινή