Η ανιψιά του Αυλωνίτη πίσω από τον βιρτουόζο Γιώργο Νιάρχο

Το who is who της γνωστής ηθοποιού και σοπράνο Μάρας Θρασυβουλίδου - Η ζωή μετά το βαρύ πένθος, λόγω απώλειας του συζύγου και μέντορα της
13:34 - 4 Νοεμβρίου 2025

Ετσι ξαφνικά, το απόγευµα τη 28ης Οκτωβρίου «έσβησε» ο Γιώργος Νιάρχος, ο βιρτουόζος συνθέτης και µαέστρος, τον οποίο όλοι έχουµε συνδέσει µε την αναβίωση της οπερέτας και ο οποίος εκπροσώπησε την Ελλάδα σε πλειάδα διεθνών φεστιβάλ. Η απώλειά του προκάλεσε θλίψη στους ανθρώπους του πολιτισµού,
και περισσότερο στη φωνή δίπλα του, το alter ego του, ηθοποιό και σοπράνο Μάρα Θρασυβουλίδου, η οποία άλλωστε γνωστοποίησε και τη δυσάρεστη είδηση. «Εχασα τον άνθρωπο που µε αγάπησε πολύ, εκείνον που µε προστάτευε όλη µου τη ζωή», σηµείωσε, χαρακτηρίζοντάς τον όχι µόνο «σύζυγο και µέντορα,
δάσκαλο», αλλά «το σύµπαν ολόκληρο».

Η Μάρα Θρασυβουλίδου είναι από τις ιδιαίτερες µορφές της εγχώριας showbiz. Η διαδροµή της από τα κινηµατογραφικά πλατό και τις τηλεοπτικές παραγωγές έως τη λυρική σκηνή αποτελεί κατ’ αρχάς όχι συχνό παράδειγµα καλλιτέχνη που επαναπροσδιορίζει τον εαυτό του. Γεννηµένη στη Λευκωσία και απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών, πραγµατοποίησε σπουδές κλασικής µουσικής, µοντέρνου χορού και πιάνου στο Ωδείο Αθηνών και θεατρικής τέχνης στη ∆ραµατική Σχολή του ίδιου ιδρύµατος. Συµµετείχε σε πολλές παραστάσεις και συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έδωσε ρεσιτάλ
και δίδαξε φωνητική.

Προέρχεται από οικογένεια καλλιτεχνών, όπως οι γονείς της και ο θείος της, ο αξέχαστος Βασίλης Αυλωνίτης (ηγούνταν της «παλαιάς φρουράς» µε τους τεράστιους ηθοποιούς µας στους αυτοσχεδιασµούς!). Η δεκαετία του ’80 τη βρήκε να συµµετέχει στις αποκαλούµενες βιντεοκασέτες, που τότε ήταν της µόδας, µε τον
ελληνικό κινηµατογράφο να έχει χάσει τα «πατήµατά» του, επιχειρώντας µετάβαση σε µια νέα εποχή.

Η Θρασυβουλίδου έπαιξε σε έργα όπως «Γεύση από Ελλάδα» (1979), «Γυναίκες στα όπλα» (1979), «Τα παιδιά της πιάτσας» (1979), «Ο παλαβός κόσµος του
Θανάση» (1979), «Ο ποδόγυρος» (1980) και «Αδέξιος εραστής» (1984). Στις παραγωγές αυτές, άλλοτε σε πρωταγωνιστικούς και άλλοτε σε δευτερεύοντες
ρόλους, ξεχώριζε για τη φυσικότητα και τη θεατρικότητα του λόγου της. Πρωτίστως, για τη χαρακτηριστική φωνή της, η οποία σύντοµα θα γινόταν το βασικό
της «όπλο».

Λυρική

Προφανώς δεν την κάλυπτε αυτό το είδος της τέχνης, οπότε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 άρχισε να στρέφεται πιο συνειδητά στη µεγάλη της αγάπη: τη
µουσική. Ξεκίνησε συστηµατικές σπουδές φωνητικής και κλασικού τραγουδιού, ανακαλύπτοντας έναν νέο δρόµο έκφρασης. Οι πρώτες εµφανίσεις ως λυρική
τραγουδίστρια έγιναν σε µικρές µουσικές σκηνές και σε παραστάσεις οπερέτας, προτού βρεθεί στις αίθουσες της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Η φωνή της -στεντόρεια, µε πάθος και θεατρικότητα- την έκανε να ξεχωρίσει αµέσως. ∆εν ήταν πια η «ηθοποιός που τραγουδά», αλλά µια σοπράνο που έβγαζε την ενδεδειγµένη δραµατικότητα από τις νότες. Παράλληλα, η συµµετοχή της ως καθηγήτρια φωνητικής στο τηλεοπτικό «Fame Story» του 2002 την επανέφερε στο προσκήνιο, αυτήν τη φορά µε την ιδιότητα της δασκάλας που µεταδίδει γνώση και εµπειρία σε νέους τραγουδιστές.

Η γνωριµία και ο γάµος της µε τον συνθέτη και µαέστρο Γιώργο Νιάρχο υπήρξαν καθοριστικά για την προσωπική και επαγγελµατική της ζωή. Οι δυο τους συνεργάστηκαν σε πολλές µουσικές παραστάσεις, ενώ µοιράστηκαν µια σπάνια σχέση δηµιουργικής σύµπνοιας. Μαζί έστησαν προγράµµατα οπερέτας, ρεσιτάλ και αφιερώµατα που έφεραν στο προσκήνιο το είδος, σε µια περίοδο που έδειχνε να παραµερίζεται. Κατά καιρούς, στο µακρινό παρελθόν το όνοµά της συνδέθηκε από τα περιοδικά της εποχής µε γνωστούς ηθοποιούς και ανθρώπους του θεάτρου – ανάµεσά τους
και ο αγαπηµένος (όλων µας, ανεξαιρέτως) Γρηγόρης Βαλτινός.

Οι φήµες αυτές, προϊόν της έντονης κοινωνικότητας και του θεατρικού περιβάλλοντος, δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ. Ωστόσο, µαρτυρούν τη γοητεία που
ασκούσε ως παρουσία: µια γυναίκα δυναµική, καλλιεργηµένη, αλέγκρα, γελαστή, κοµψή, µε συνδυασµό αυστηρότητας και ευαισθησίας. Η ίδια δεν επεδίωξε ποτέ να σχολιάσει ή να εκµεταλλευθεί τη δηµοσιότητα, προτίµησε να αφήσει τη φωνή και το έργο της να τη χαρακτηρίσουν. Σε µια εποχή που η τηλεοπτική προβολή συχνά υπερίσχυε του ταλέντου, αποσύρθηκε από τα φώτα και αφοσιώθηκε στη µουσική της εξέλιξη. Σήµερα εργάζεται ως σοπράνο και καθηγήτρια φωνητικής, ενώ η σχέση της µε το κοινό της έχει «µετασχηµατιστεί»: δεν είναι πια το πρόσωπο των εξωφύλλων, αλλά η φωνή που γεµίζει αίθουσες και συγκινεί. Από τις βιντεοκασέτες και τις ταινίες του ’80 µέχρι τη σκηνή της Λυρικής ακολούθησε το δικό της, απαιτητικό µονοπάτι, αποδεικνύοντας ότι το ταλέντο πάντα
επιβιώνει. Ο γάµος και η συνεργασία της µε τον Νιάρχο υπήρξαν σταθερό σηµείο αναφοράς στη ζωή της, σε κάθε επίπεδο. Παρά την απώλεια, όµως, θα εξακολουθήσει να εργάζεται, διατηρώντας ζωντανή τη «φωνή» και το έργο του, µετατρέποντας το πένθος σε δηµιουργία.

Κυριακάτικη Απογευματινή